Anonymous

λίαν: Difference between revisions

From LSJ
893 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίαν''': [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. [[λίην]]· [[μονοσύλλαβος]] [[τύπος]] λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., [[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ [[μετέπειτα]] ἐν χρήσει [[ἄγαν]], μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· [[οὐδέ]] τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., [[λίην]] μέγα Γ. 227., Π. 243· [[λίην]] τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον [[μετὰ]] ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο [[λίην]] Ξ. 282· [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. καὶ [[λίην]], [[ὅπερ]] [[χάριν]] μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], καὶ [[λίην]] κεῑνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ ([[ἀντί]]: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ [[λίην]] γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο [[λίαν]] δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ [[λίην]] Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· [[λίην]] πιστεύειν, ὡς τὸ [[κάρτα]] π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε [[λίαν]] Πινδ. Π. 1. 175· μὴ [[λίαν]] στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως [[μετὰ]] τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. [[ἄγαν]], λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[συχνάκις]] εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], ἡ ὑπερβολικὴ [[αὐτοῦ]] [[ἀγάπη]], Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ [[λίαν]] πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ [[λίαν]], ἡ [[ὑπερβολή]], ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ [[λίην]], ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε].
|lstext='''λίαν''': [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. [[λίην]]· [[μονοσύλλαβος]] [[τύπος]] λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., [[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ [[μετέπειτα]] ἐν χρήσει [[ἄγαν]], μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· [[οὐδέ]] τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., [[λίην]] μέγα Γ. 227., Π. 243· [[λίην]] τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον [[μετὰ]] ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο [[λίην]] Ξ. 282· [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]] Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. καὶ [[λίην]], [[ὅπερ]] [[χάριν]] μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], καὶ [[λίην]] κεῑνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ ([[ἀντί]]: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ [[λίην]] γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο [[λίαν]] δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ [[λίην]] Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· [[λίην]] πιστεύειν, ὡς τὸ [[κάρτα]] π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε [[λίαν]] Πινδ. Π. 1. 175· μὴ [[λίαν]] στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως [[μετὰ]] τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. [[ἄγαν]], λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[συχνάκις]] εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], ἡ ὑπερβολικὴ [[αὐτοῦ]] [[ἀγάπη]], Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ [[λίαν]] πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ [[λίαν]], ἡ [[ὑπερβολή]], ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ [[λίην]], ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait, extrêmement, très, fort :<br />-- <i>avec un verbe</i> : [[λίην]] πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ [[λίαν]] στένε SOPH ne te lamente pas à l’excès;<br />-- <i>avec un adj.</i> : [[λίην]] [[μέγα]] OD trop grand ; [[λίην]] τόσον OD à un point si extraordinaire;<br />-- <i>avec un adv.</i> : [[λίην]] [[ἑκάς]] OD trop loin ; [[οὐδέ]] [[τι]] [[λίην]] [[οὕτω]] OD non tout à fait ainsi ; avec [[καί]] : καὶ [[λίην]], certes, tout à fait, oui certes;<br />-- <i>entre l’art. et un subst.</i> : ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]] ESCHL son amour excessif;<br />-- <i>subst.</i> τὸ [[λίαν]] EUR l’excès, la violence.<br />'''Étymologie:''' p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *[[λάω]], [[λιλαίομαι]].
}}
}}