Anonymous

μέγαρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέγᾰρον''': τό· γενικ. πληθ. μεγαρέων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μέγαρος, τό,) Σώφρων 37 Ahr. Ι. μέγα [[δωμάτιον]], «[[αἴθουσα]]», ἰδίως, 1) [[μεγάλη]] [[αἴθουσα]], [[ἔνθα]] οἱ ἄνδρες ἐδείπνουν, ἡ [[κυρία]] [[αἴθουσα]] τῆς οἰκίας, Ὀδ. Π. 341· μ. πλεῖον δαιτυμόνων Ρ. 604. 2) ὁ [[γυναικών]], ἐν ᾧ διέτριβεν ἡ [[δέσποινα]] τοῦ οἴκου [[μετὰ]] τῶν θεραπαινῶν αὑτῆς ἐν τῷ ὑπερῴω, ἴδε ἰδίως Ὀδ. Σ. 168· ἐν τῷ πληθ., Β. 93., Τ. 30. 3) [[κοιτών]], [[θάλαμος]] ὕπνου, Λ. 374. ΙΙ. [[οἰκία]], ἰδίως [[μεγάλη]], [[ἀνάκτορον]], «παλάτι», [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ.), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. aedes καὶ tecta, ἐν τῷ πληθ., [[ἐπειδὴ]] ὁ [[οἶκος]] ἀπετελεῖτο ἐκ πολλῶν δωματίων ἢ θαλάμων· ἐν δέ τῷ ἑνικῷ: Πινδ. ΙΙ. 4. 238· - ἐν μεγάροις = [[οἴκοι]], ἐν τῇ οἰκίᾳ, πατρὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ἰλ. Α. 396, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπ’ ἀγροῦ, Ὀδ. Χ. 47. ΙΙΙ. [[μέγαρον]] ([[μάγαρον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 365), ὁ ἱερὸς [[θάλαμος]] τοῦ ἐν Δελφοῖς ναοῦ, [[ἔνθα]] ἐλαμβάνοντο οἱ χρησμοί, Ἡρόδ. 1. 47, 65· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ναῶν, τὸ ἱερώτατον [[μέρος]], τὸ ἀλλαχοῦ καλούμενον ἄδυτον, ὁ αὐτ. 2. 141, 143, 169, κτλ., πρβλ. Valck. 6. 134· - ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ἱερῶν οἰκοδομῶν καὶ ἀείποτε καθ’ ἑνικόν, ὡς τὸ Λατιν. aedes, [[ναός]]. ΙV. μέγαρα, [[ὡσαύτως]] μάγαρα, τά, ἦσαν ὑπόγεια σπήλαια ἱερὰ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης ([[ὅθεν]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[μεγαρίζω]] ΙΙ), εἰς ἃ κατεβίβαζον χοιρίδια κατά τινα ὡρισμένην ἡμέραν τῶν ἑορτῶν τῶν Θεσμοφορίων - τὰ καλούμενα μυστηριακὰ καὶ μυστικὰ χοιρία (πρβλ. μυστικὸς) παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, 764, ἴδε Παυσ. 9. 8, 1, πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 286, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 829 κἑξ.· [[μέγαρον]] ἀΐδιον, [[τάφος]], [[μνῆμα]], Kaib. Ἑλληνικὰ Ἐπιγράμματα 453, 2.
|lstext='''μέγᾰρον''': τό· γενικ. πληθ. μεγαρέων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μέγαρος, τό,) Σώφρων 37 Ahr. Ι. μέγα [[δωμάτιον]], «[[αἴθουσα]]», ἰδίως, 1) [[μεγάλη]] [[αἴθουσα]], [[ἔνθα]] οἱ ἄνδρες ἐδείπνουν, ἡ [[κυρία]] [[αἴθουσα]] τῆς οἰκίας, Ὀδ. Π. 341· μ. πλεῖον δαιτυμόνων Ρ. 604. 2) ὁ [[γυναικών]], ἐν ᾧ διέτριβεν ἡ [[δέσποινα]] τοῦ οἴκου [[μετὰ]] τῶν θεραπαινῶν αὑτῆς ἐν τῷ ὑπερῴω, ἴδε ἰδίως Ὀδ. Σ. 168· ἐν τῷ πληθ., Β. 93., Τ. 30. 3) [[κοιτών]], [[θάλαμος]] ὕπνου, Λ. 374. ΙΙ. [[οἰκία]], ἰδίως [[μεγάλη]], [[ἀνάκτορον]], «παλάτι», [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ.), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Λατ. aedes καὶ tecta, ἐν τῷ πληθ., [[ἐπειδὴ]] ὁ [[οἶκος]] ἀπετελεῖτο ἐκ πολλῶν δωματίων ἢ θαλάμων· ἐν δέ τῷ ἑνικῷ: Πινδ. ΙΙ. 4. 238· - ἐν μεγάροις = [[οἴκοι]], ἐν τῇ οἰκίᾳ, πατρὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ἰλ. Α. 396, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπ’ ἀγροῦ, Ὀδ. Χ. 47. ΙΙΙ. [[μέγαρον]] ([[μάγαρον]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 365), ὁ ἱερὸς [[θάλαμος]] τοῦ ἐν Δελφοῖς ναοῦ, [[ἔνθα]] ἐλαμβάνοντο οἱ χρησμοί, Ἡρόδ. 1. 47, 65· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων ναῶν, τὸ ἱερώτατον [[μέρος]], τὸ ἀλλαχοῦ καλούμενον ἄδυτον, ὁ αὐτ. 2. 141, 143, 169, κτλ., πρβλ. Valck. 6. 134· - ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ἱερῶν οἰκοδομῶν καὶ ἀείποτε καθ’ ἑνικόν, ὡς τὸ Λατιν. aedes, [[ναός]]. ΙV. μέγαρα, [[ὡσαύτως]] μάγαρα, τά, ἦσαν ὑπόγεια σπήλαια ἱερὰ τῆς Δήμητρος καὶ Περσεφόνης ([[ὅθεν]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[μεγαρίζω]] ΙΙ), εἰς ἃ κατεβίβαζον χοιρίδια κατά τινα ὡρισμένην ἡμέραν τῶν ἑορτῶν τῶν Θεσμοφορίων - τὰ καλούμενα μυστηριακὰ καὶ μυστικὰ χοιρία (πρβλ. μυστικὸς) παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, 764, ἴδε Παυσ. 9. 8, 1, πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 286, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 829 κἑξ.· [[μέγαρον]] ἀΐδιον, [[τάφος]], [[μνῆμα]], Kaib. Ἑλληνικὰ Ἐπιγράμματα 453, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />grande salle, <i>particul.</i><br /><b>I.</b> dans une maison privée;<br /><b>1</b> salle de réunion pour hommes;<br /><b>2</b> appartement des femmes;<br /><b>3</b> chambre à coucher;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> grande maison, palais;<br /><b>II.</b> <i>dans un temple</i>;<br /><b>1</b> partie du temple où se rendaient les oracles, à Delphes;<br /><b>2</b> sanctuaire d’un temple <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[μέγας]] -- DELG pê emprunté.
}}
}}