Anonymous

λοχεῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοχεῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, = [[λόχιος]], (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον [[ἔνθα]] ἔτεκε τὸ [[παιδίον]], Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. [[λοχαῖος]]. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.
|lstext='''λοχεῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, = [[λόχιος]], (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον [[ἔνθα]] ἔτεκε τὸ [[παιδίον]], Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. [[λοχαῖος]]. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l’accouchement;<br /><b>2</b> qui préside aux accouchements (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
}}