Anonymous

μαστιχάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστῐχάω''': ([[μάσταξ]];) [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. [[μασταρύζω]].
|lstext='''μαστῐχάω''': ([[μάσταξ]];) [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. [[μασταρύζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' [[μάσταξ]].
}}
}}