3,276,932
edits
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katanagkastikos | |Transliteration C=katanagkastikos | ||
|Beta Code=katanagkastiko/s | |Beta Code=katanagkastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=καταναγκαστική, καταναγκαστικόν, [[conclusive]], [[cogent]], λόγος ''EM''239.43. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] ή, όν, zwingend, nöthigend, [[λόγος]], E. M. 239, 43. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταναγκαστικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] καταναγκάζει, [[ἀναγκαῖος]], Ἐτυμολογ. Μέγ. 239, 43. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καταναγκαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να καταναγκάζει<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καταναγκαστικά έργα» <br />α) παλαιότερη [[ποινή]] [[κατά]] την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή [[επιτήρηση]] και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια<br />β) <b>μτφ.</b> ανυπόφορη και βαρύτατη [[εργασία]] («αυτή δεν [[είναι]] δουλειά, [[είναι]] καταναγκαστικά έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειστικός]], [[ακαταμάχητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταναγκαστικώς</i> και -<i>ά</i><br />με καταναγκασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταναγκάζω]]. Η λ. στο επίρρ. <i>καταναγκαστικῶς</i> μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | |||
}} | }} |