3,277,286
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ [[μανία]], [[παραφροσύνη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, [[παράφρων]] «τρελλός», [[μανιώδης]], Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) [[καθόλου]], [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· [[σωφρόνημα]] [[λίαν]] μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, [[στρύχνος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54. | |lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν [[[νόσημα]]] Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ [[μανία]], [[παραφροσύνη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, [[παράφρων]] «τρελλός», [[μανιώδης]], Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) [[καθόλου]], [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· [[σωφρόνημα]] [[λίαν]] μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, [[στρύχνος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fou, insensé;<br /><b>2</b> qui trouble la raison;<br /><i>Cp.</i> μανικώτερος, <i>Sp.</i> μανικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]]. | |||
}} | }} |