Anonymous

μελαγχολάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαγχολάω''': [[πάσχω]] ἐκ μελαγχολίας, εἶμαι [[παράφρων]] ἐκ μελαγχολίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 14, Πλ. 12, 366, 903, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε.
|lstext='''μελαγχολάω''': [[πάσχω]] ἐκ μελαγχολίας, εἶμαι [[παράφρων]] ἐκ μελαγχολίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 14, Πλ. 12, 366, 903, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir la bile noire, l’humeur noire, être sombre <i>ou</i> triste.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]].
}}
}}