3,274,159
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80. | |lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]]. | |||
}} | }} |