Anonymous

λοφάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.
|lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
}}
}}