3,277,119
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταλλευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. [[κτῆμα]] Πλάτ. Νόμ. 847D· [[κτῆσις]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. | |lstext='''μεταλλευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. [[κτῆμα]] Πλάτ. Νόμ. 847D· [[κτῆσις]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική ([[τέχνη]]) l’art d’exploiter une mine;<br /><b>2</b> qui consiste en mines, métallurgique.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]]. | |||
}} | }} |