3,277,119
edits
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική ([[τέχνη]]) l’art d’exploiter une mine;<br /><b>2</b> qui consiste en mines, métallurgique.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική ([[τέχνη]]) l’art d’exploiter une mine;<br /><b>2</b> qui consiste en mines, métallurgique.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο. | |||
}} | }} |