Anonymous

μισαλάζων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσᾰλάζων''': γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).
|lstext='''μῑσᾰλάζων''': γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui hait les vantards.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], ἀλάζων.
}}
}}