3,274,522
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο [[τέλος]], τὸ [[τέλος]] τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, [[αὐτόθι]] 450· [[μισθός]]... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ [[ἕνεκα]], [[χάριν]] μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι [[ἑξήκοντα]] τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις [[εἶναι]] τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― [[ὡσαύτως]], μ. [[βουλευτικός]], ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ [[ἡλιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς [[ὀβολός]], ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος [[τρεῖς]]) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ [[δικαστήριον]], μ. [[συνηγορικός]], ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ [[δικαστήριον]] συνήρχετο, μισθ. [[ἐκκλησιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· [[ὡσαύτως]], ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. [[πέντε]] ἑβδομάδων [[μισθός]], Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀμοιβή]], ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, [[ἀνταπόδοσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a ([[μισθός]])· ― ὁ Fest. [[ὡσαύτως]] ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii). | |lstext='''μισθός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο [[τέλος]], τὸ [[τέλος]] τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, [[αὐτόθι]] 450· [[μισθός]]... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ [[ἕνεκα]], [[χάριν]] μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι [[ἑξήκοντα]] τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις [[εἶναι]] τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― [[ὡσαύτως]], μ. [[βουλευτικός]], ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ [[ἡλιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς [[ὀβολός]], ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος [[τρεῖς]]) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ [[δικαστήριον]], μ. [[συνηγορικός]], ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ [[δικαστήριον]] συνήρχετο, μισθ. [[ἐκκλησιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· [[ὡσαύτως]], ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. [[πέντε]] ἑβδομάδων [[μισθός]], Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀμοιβή]], ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, [[ἀνταπόδοσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a ([[μισθός]])· ― ὁ Fest. [[ὡσαύτως]] ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />salaire, <i>particul.</i><br /><b>1</b> gages, paye, honoraires : ἐπὶ μισθῷ HDT <i>ou simpl.</i> μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν <i>ou</i> δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν <i>ou</i> φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner <i>ou</i> payer un salaire;<br /><b>2</b> solde militaire;<br /><b>3</b> loyer : [[ἐν]] μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;<br /><b>4</b> récompense, rémunération <i>en gén. ; en mauv. part</i> peine, châtiment.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> midhá « prix d’un combat », <i>avest.</i> mizda « prix, récompense », <i>all.</i> Miete. | |||
}} | }} |