Anonymous

μετοχλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ [[σῶμα]], οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· [[οὐδέ]] κ’ ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.
|lstext='''μετοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ [[σῶμα]], οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· [[οὐδέ]] κ’ ὀχῆας [[ῥεῖα]] μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.
}}
{{bailly
|btext=déplacer avec un levier, <i>d’où</i> avec effort.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὀχλίζω]].
}}
}}