3,271,364
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρμηξ''': -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. [[μύρμος]])· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο [[νύμφη]]· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. [[μυρμηκιά]]. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. [[μυρμηκολέων]]), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. [[βράχος]] κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ὕφαλος]] (πρβλ. [[χοιράς]]), Λυκόφρ. 878: [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν [[οὕτως]] εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a [[μετὰ]] τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας). | |lstext='''μύρμηξ''': -ηκος, ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 22. 5., 37. 4 (πρβλ. [[μύρμος]])· ὁ πτερωτὸς ἄρρην ἐκαλεῖτο [[νύμφη]]· - περὶ τῆς φράσεως μύρμηκος ἀτραποί, ἰδὲ ἐν λέξ. [[μυρμηκιά]]. ΙΙ. ζῷόν τι ἁρπακτικὸν ἐν τῇ Ἰνδικῇ, πιθ. ἐκ τῶν λεοντοειδῶν, (πρβλ. [[μυρμηκολέων]]), Ἡρόδ. 3. 102· οἱ χρυσώρυχοι μ. Στράβ. 70· λέουσι τοῖς καλουμένοις μύρμηξιν ὁ αὐτ. 774, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 4. ΙΙΙ. [[βράχος]] κεκρυμμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, [[ὕφαλος]] (πρβλ. [[χοιράς]]), Λυκόφρ. 878: [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς Θεσσαλικῆς ἀκτῆς τῆς μεταξὺ Σκιάθου καὶ Μαγνησίας, Ἡρόδ. 7. 183. ΙV. εἶδός τι χειροκτίου πρὸς πυγμαχίαν cestus, ἔχοντος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μετάλλινα καρφία σχηματίζοντα μυρμηκιὰν [[οὕτως]] εἰπεῖν, Χριστοδ. Ἔκφρ. 224, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 150. (Ρίζα τις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ mur ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ζενδ. λέξει maoir-i, Ἀρχ. Σκανδ. maurr, Χυδ. Γερμ. mier-e (pis-mire, Σλαυικ. mrav-ij· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύῃ τις τὴν ταυτότητα τοῦ Λατ. formīc-a [[μετὰ]] τοῦ Ἑλλ. μύρμηκος, ἂν καὶ ἡ ἐναλλαγὴ τῶν γραμμάτων f καὶ μ παρουσιάζει δυσκολίας). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ηκος (ὁ) :<br /><b>1</b> fourmi, <i>insecte</i>;<br /><b>2</b> sorte de quadrupède de l’Inde.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> formica. | |||
}} | }} |