3,277,306
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεᾱνῐκός''': -ή, -όν, ([[νεάν]], [[νεανίας]]) ὁ ἀνήκων εἰς νέον ἢ νεανίαν, [[ῥώμη]] Ἀριστοφ. Σφ. 1067· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἰδιοτήτων τῶν νέων· [[ἑπομένως]], 1) [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], [[ῥωμαλέος]], [[ζωηρός]], νεανικώτατε Ἀριστοφ. Ἱππ. 611· ν. [[κρέας]], μέγα, καλὸν [[τεμάχιον]], γενναία [[μερίς]], ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1137· λοπάδα νεανικήν Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11. 2) [[ὁρμητικός]], [[γενναῖος]], [[μεγαλόψυχος]], [[φαιδρός]], ὡς τὸ Λατ. superbus, τὸ νεανικώτατον, ἡ τολμηροτάτη [[πρᾶξις]], Ἀριστοφ. Σφ. 1205· οὕτω, καλή καὶ ν. Πλάτ. Πολ. 563Ε· γενναῖον καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 305C· νεανικώτερα, [[μᾶλλον]] ἁρμόζοντα εἰς τοὺς νέους, φαιδρότερα, ὁ αὐτ. 563C· μέγα καὶ νεανικὸν [[φρόνημα]] Δημ. 37. 10· οὐ γάρ ἡγεῖτο λαμπρόν οὐδὲ νεανικὸν ὁ αὐτ. 557. 25, πρβλ. 579. 9. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐθάδης]], [[προπετής]], ἀλαζών, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἀπερίσκεπτος]], Λατ. protervus, τὸ ν. τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 508D· ἢ σοῦ τις νεανικώτερος [[αὐτόθι]] 509Α· [[δημοκρατία]] ἡ νεανικωτάτη Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὁρμητικός]], [[ἰσχυρός]], ὡς τὸ Λατ. validus, [[ῥῖγος]] ν. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· [[αἱμορραγία]] ὁ αὐτ. 79Β· [[φόβος]] Εὐρ. Ἱππ. 1204· [[βούλευμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 185· πρβλ. Meineke εἰς Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 2· [[συχν]]. παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, ἐπιθυμία ν. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 4· βροντὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· [[νόσημα]] [[αὐτόθι]] 2· [[χειμών]], [[ἄνεμος]] Θεοφρ. π. Πυρὸς 17, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. νεανικῶς, ζωηρῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ν. βοηθεῖν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 168C. 2) βιαίως, ἰσχυρῶς, τύπτειν, τωθάζειν Ἀριστοφ. Σφ. 1307, 1362. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθ’ ὑπερβολήν, τὰ ἐν φρενιτικοῖς νεανικῶς τρομώδεα Ἱππ. Προρρ. 68· ν. προσπεφυκέναι, στερεῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 32. [Περὶ τοῦ τρισυλλάβου τύπου νανικὸς ἴδε [[νεανίας]] ἐν τέλ.]. | |lstext='''νεᾱνῐκός''': -ή, -όν, ([[νεάν]], [[νεανίας]]) ὁ ἀνήκων εἰς νέον ἢ νεανίαν, [[ῥώμη]] Ἀριστοφ. Σφ. 1067· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἰδιοτήτων τῶν νέων· [[ἑπομένως]], 1) [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], [[ῥωμαλέος]], [[ζωηρός]], νεανικώτατε Ἀριστοφ. Ἱππ. 611· ν. [[κρέας]], μέγα, καλὸν [[τεμάχιον]], γενναία [[μερίς]], ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1137· λοπάδα νεανικήν Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11. 2) [[ὁρμητικός]], [[γενναῖος]], [[μεγαλόψυχος]], [[φαιδρός]], ὡς τὸ Λατ. superbus, τὸ νεανικώτατον, ἡ τολμηροτάτη [[πρᾶξις]], Ἀριστοφ. Σφ. 1205· οὕτω, καλή καὶ ν. Πλάτ. Πολ. 563Ε· γενναῖον καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 305C· νεανικώτερα, [[μᾶλλον]] ἁρμόζοντα εἰς τοὺς νέους, φαιδρότερα, ὁ αὐτ. 563C· μέγα καὶ νεανικὸν [[φρόνημα]] Δημ. 37. 10· οὐ γάρ ἡγεῖτο λαμπρόν οὐδὲ νεανικὸν ὁ αὐτ. 557. 25, πρβλ. 579. 9. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐθάδης]], [[προπετής]], ἀλαζών, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἀπερίσκεπτος]], Λατ. protervus, τὸ ν. τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 508D· ἢ σοῦ τις νεανικώτερος [[αὐτόθι]] 509Α· [[δημοκρατία]] ἡ νεανικωτάτη Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὁρμητικός]], [[ἰσχυρός]], ὡς τὸ Λατ. validus, [[ῥῖγος]] ν. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· [[αἱμορραγία]] ὁ αὐτ. 79Β· [[φόβος]] Εὐρ. Ἱππ. 1204· [[βούλευμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 185· πρβλ. Meineke εἰς Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 2· [[συχν]]. παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, ἐπιθυμία ν. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 4· βροντὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· [[νόσημα]] [[αὐτόθι]] 2· [[χειμών]], [[ἄνεμος]] Θεοφρ. π. Πυρὸς 17, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. νεανικῶς, ζωηρῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ν. βοηθεῖν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 168C. 2) βιαίως, ἰσχυρῶς, τύπτειν, τωθάζειν Ἀριστοφ. Σφ. 1307, 1362. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθ’ ὑπερβολήν, τὰ ἐν φρενιτικοῖς νεανικῶς τρομώδεα Ἱππ. Προρρ. 68· ν. προσπεφυκέναι, στερεῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 32. [Περὶ τοῦ τρισυλλάβου τύπου νανικὸς ἴδε [[νεανίας]] ἐν τέλ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de jeune homme, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en b. part</i> fort, robuste, généreux ; grand, fort : νεανικὸν [[κρέας]] AR beau <i>ou</i> gros morceau de viande ; νεανικὸς [[φόβος]] EUR grande crainte;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> fougueux, hardi, téméraire;<br /><i>Cp.</i> νεανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[νεανίας]]. | |||
}} | }} |