Anonymous

μυχθίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυχθίζω''': ([[μύζω]]) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. [[ἀναμυχθίζομαι]]. 2) [[χλευάζω]], [[μυκτηρίζω]], περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ [[διαψιθυρίζω]], πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8.
|lstext='''μυχθίζω''': ([[μύζω]]) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. [[ἀναμυχθίζομαι]]. 2) [[χλευάζω]], [[μυκτηρίζω]], περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ [[διαψιθυρίζω]], πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8.
}}
{{bailly
|btext=souffler par le nez en fermant les lèvres, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se plaindre, soupirer;<br /><b>2</b> railler;<br /><b>3</b> grogner, gronder.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]].
}}
}}