3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυχθίζω''': ([[μύζω]]) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. [[ἀναμυχθίζομαι]]. 2) [[χλευάζω]], [[μυκτηρίζω]], περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ [[διαψιθυρίζω]], πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8. | |lstext='''μυχθίζω''': ([[μύζω]]) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. [[ἀναμυχθίζομαι]]. 2) [[χλευάζω]], [[μυκτηρίζω]], περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ [[διαψιθυρίζω]], πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=souffler par le nez en fermant les lèvres, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se plaindre, soupirer;<br /><b>2</b> railler;<br /><b>3</b> grogner, gronder.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | |||
}} | }} |