Anonymous

μυκτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηρίζω''': [[ἐμπαίζω]] στρέφων τὴν [[ῥῖνα]], «ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν» Λυσίας παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 78, Λατ. naso adunco suspendere, [[χλευάζω]], καταγελῶ, Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 217· ― Παθ., χλευάζομαι, σκώπτομαι, ἐμπαίζομαι, πρὸς Γαλάτ. ϛʹ, 7. ΙΙ. [[πάσχω]] αἱμορραγίαν τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. 1240D.
|lstext='''μυκτηρίζω''': [[ἐμπαίζω]] στρέφων τὴν [[ῥῖνα]], «ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν» Λυσίας παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 78, Λατ. naso adunco suspendere, [[χλευάζω]], καταγελῶ, Ἡσύχ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 217· ― Παθ., χλευάζομαι, σκώπτομαι, ἐμπαίζομαι, πρὸς Γαλάτ. ϛʹ, 7. ΙΙ. [[πάσχω]] αἱμορραγίαν τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. 1240D.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> saigner du nez;<br /><b>2</b> se moquer, railler.<br />'''Étymologie:''' [[μυκτήρ]].
}}
}}