Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεοχμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}