3,254,072
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]]. | |btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοχμός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]], ο [[καινούργιος]], ο [[νεοφανής]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[νωπός]], [[φρέσκος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεοχμόν</i><br />(σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[νεωτερισμός]], [[μεταρρύθμιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοχμῶς</i> (Α)<br />με νεοχμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο ή σύνθ. του [[νέος]]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό -<i>χμός</i> της λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] τών [[χθών]] «γη», [[χαμαί]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «ὀρροχμόν<br />ἔσχατον, [[ἄκρον]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὄρρός</i>, αν ο τ. παραδίδεται σωστά)]. | |||
}} | }} |