Anonymous

νηδύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηδύς''': -ύος, ἡ, ἐν χρήσει ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ παντὸς μεγάλου κοιλώματος ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, (Ἱππ. 6. 17 κἑξ.) [[ἑπομένως]], 1) ὁ [[στόμαχος]], Ὀδ. Ι. 296, Ἡσ. Θ. 487, Αἰσχύλ., κτλ. 2) ἡ [[κοιλία]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Λατ. abdomen Ἰλ. Ν. 290, Ἡρόδ. 2. 47· τὰ [[ἐντόσθια]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐξελεῖν τὴν νηδὺν Ἡρόδ. 2. 87. 3) ἡ [[μήτρα]], Ἰλ. Ω. 496, Ἡσ. Θεογ. 460, Αἰσχύλ. Εὐμ. 665, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Διὸς κατὰ τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσ. Θ. 890, 899· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 526. 4) μεταφ., ἄρδῃ τε νηδύν, ὃ ἐστι νὰ δροσίζῃ τὴν κοιλίαν του, Εὐρ. Ἱκέτ. 207· ν. νάρθηκος Νικ. Ἀλ. 272· λέβητος Ὀρφ. Λιθ. 274· - Αἰτ. νηδύα ἀντὶ νηδὺν παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 616· δοτ. πληρ. νηδύσι Νικ. Θ. 467· πρβλ. [[νήδυια]]. (Πρβλ. Σανσκρ. nâdî, πᾶν σωληνοειδὲς [[ὄργανον]] τοῦ σώματος.) [ῠ ἀείποτε ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι· ῡ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς δισυλλάβοις, Ἰακωψ. Α. ΙΙ. σελ. 584. 672, 692, Spitzn. Vers. Her. σ. 68, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] καὶ [[ἐνταῦθα]] βραχύ, [[οἷον]] νηδύν, Εὐρ. Ἀνδρ. 356, Κύκλ. 574.]
|lstext='''νηδύς''': -ύος, ἡ, ἐν χρήσει ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ παντὸς μεγάλου κοιλώματος ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, (Ἱππ. 6. 17 κἑξ.) [[ἑπομένως]], 1) ὁ [[στόμαχος]], Ὀδ. Ι. 296, Ἡσ. Θ. 487, Αἰσχύλ., κτλ. 2) ἡ [[κοιλία]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Λατ. abdomen Ἰλ. Ν. 290, Ἡρόδ. 2. 47· τὰ [[ἐντόσθια]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐξελεῖν τὴν νηδὺν Ἡρόδ. 2. 87. 3) ἡ [[μήτρα]], Ἰλ. Ω. 496, Ἡσ. Θεογ. 460, Αἰσχύλ. Εὐμ. 665, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ Διὸς κατὰ τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσ. Θ. 890, 899· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 526. 4) μεταφ., ἄρδῃ τε νηδύν, ὃ ἐστι νὰ δροσίζῃ τὴν κοιλίαν του, Εὐρ. Ἱκέτ. 207· ν. νάρθηκος Νικ. Ἀλ. 272· λέβητος Ὀρφ. Λιθ. 274· - Αἰτ. νηδύα ἀντὶ νηδὺν παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 616· δοτ. πληρ. νηδύσι Νικ. Θ. 467· πρβλ. [[νήδυια]]. (Πρβλ. Σανσκρ. nâdî, πᾶν σωληνοειδὲς [[ὄργανον]] τοῦ σώματος.) [ῠ ἀείποτε ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι· ῡ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς δισυλλάβοις, Ἰακωψ. Α. ΙΙ. σελ. 584. 672, 692, Spitzn. Vers. Her. σ. 68, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] καὶ [[ἐνταῦθα]] βραχύ, [[οἷον]] νηδύν, Εὐρ. Ἀνδρ. 356, Κύκλ. 574.]
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />toute partie du corps en retrait :<br /><b>1</b> estomac;<br /><b>2</b> ventre <i>ou</i> bas-ventre (<i>cf. lat.</i> abdomen) ; <i>particul.</i> bas du ventre ; ventre d’une femme.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[δύω]].
}}
}}