3,273,735
edits
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]]. | |lstext='''νομιστεύομαι''': Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. [[νομειτεύεσθαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]]. | |||
}} | }} |