Anonymous

νίτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νίτρον''': τό, παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. [[λίτρον]]· ― ἀλκάλιόν τι ὀρυκτόν, ἀνθρακικὴ σόδα (τὸ νεώτερον [[νίτρον]] [[εἶναι]] νιτρικὴ πότασσα, τὸ δὲ Γερμαν. natron [[εἶναι]] αὐτὸ τοῦτο σόδα), Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· εὑρισκόμενον παρὰ τὴν Μώμεμφιν ἐν Αἰγύπτῳ (πρβλ. [[νιτρία]]), κ. ἀλλ. (πρβλ. [[Κιμωλία]])· ― [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] ἐλαίου συμπεφυρμένον ἐχρησίμευεν ὡς [[σάπων]], πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 638. (Ἴσως [[εἶναι]] Σημιτικὴ [[λέξις]], πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nether). ―Καθ. Ἡσύχ.: «[[νίτρον]]· [[σάπων]]. καὶ [[εἶδος]] ἰατρικοῦ». ― [[Κατὰ]] Φρύνιχ.: «[[νίτρον]]· τοῦτο Αἰολεὺς μὲν ἂν εἴποι, [[ὥσπερ]] οὖν καὶ ἡ Σαπφὼ (Ἀποσπ. 165) διὰ τοῦ ν, Ἀθηναῖοι δὲ διὰ τοῦ λ [[λίτρον]]» Ἔκδ. Rutherf. σ. 361.
|lstext='''νίτρον''': τό, παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. [[λίτρον]]· ― ἀλκάλιόν τι ὀρυκτόν, ἀνθρακικὴ σόδα (τὸ νεώτερον [[νίτρον]] [[εἶναι]] νιτρικὴ πότασσα, τὸ δὲ Γερμαν. natron [[εἶναι]] αὐτὸ τοῦτο σόδα), Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· εὑρισκόμενον παρὰ τὴν Μώμεμφιν ἐν Αἰγύπτῳ (πρβλ. [[νιτρία]]), κ. ἀλλ. (πρβλ. [[Κιμωλία]])· ― [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] ἐλαίου συμπεφυρμένον ἐχρησίμευεν ὡς [[σάπων]], πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 638. (Ἴσως [[εἶναι]] Σημιτικὴ [[λέξις]], πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nether). ―Καθ. Ἡσύχ.: «[[νίτρον]]· [[σάπων]]. καὶ [[εἶδος]] ἰατρικοῦ». ― [[Κατὰ]] Φρύνιχ.: «[[νίτρον]]· τοῦτο Αἰολεὺς μὲν ἂν εἴποι, [[ὥσπερ]] οὖν καὶ ἡ Σαπφὼ (Ἀποσπ. 165) διὰ τοῦ ν, Ἀθηναῖοι δὲ διὰ τοῦ λ [[λίτρον]]» Ἔκδ. Rutherf. σ. 361.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>ion.</i> [[λίτρον]];<br />nitre, alcali minéral <i>ou</i> végétal, sorte de soude <i>ou</i> natron pour lessiver.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>hébreu</i> neter, <i>hitt.</i> nitri, empruntés à l’égyptien nir, qui est ancien.
}}
}}