3,277,241
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταχειρίζω''': ἀόρ. -εχείρισα· - ἀλλὰ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. μεταχειρίζομαι· μέλλ. Ἀττ. - ιοῦμαι Λυσ. 169. 10, Πλάτ.· ἀόρ. -εχειρισάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 345, Πλάτ., κτλ., σπανίως -εχειρίσθην Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· πρκμ. -κεχείρισμαι (κατωτέρω 6) . - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471, 476. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, χειρίζομαι [[σκῆπτρον]] μεταχειρίζων Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 7· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἡρόδ. 2. 121, 1, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε· ἀείποτε μετ’ αἰτ. ([[διότι]] ἡ γεν. ἐν Πολ. 417Α ἀνήκει εἰς τὸ ἅπτεσθαι, καὶ τὸ ἐν Παρμεν. 130D ὦν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ προηγ.). 2) ἔχω ἐν τῇ χειρί, χειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, ὡς τὸ Γαλλ. manier, χρήματα Ἡρόδ. 3. 142· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειρίζεσθαι Πλάτ. Φαίδ. 84Α, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29. 3) [[διευθύνω]], τακτοποιῶ, διευθετῶ, ὁδηγῶ, Λατ. administrare, τὰ περὶ τὰς [[ναῦς]], τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια Θουκ. 1. 13., 4. 18., 6. 16· [[πρᾶγμα]] [[ὀξέως]] μετ. ὁ αὐτ. 6. 12· - [[οὕτως]] ὡς ἀποθ., μεταχειρίζεσθαι [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 345· ὁ [[νοῦς]] τὸ [[σῶμα]] μ., διευθύνει, κυβερνᾷ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17. 4) ἐξασκῶ, καταγίνομαι εἴς τι, εἰς ἐπιστήμην ἢ τέχνην κτλ., Λατ. tractare, exercere, μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, φιλοσοφίαν, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 268Β, Πολ. 497D, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιμελοῦμαι νὰ πράξω τι, [[σπουδάζω]], ἀσκοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 81Α. 5) μετ’ αἰτ. προσ., προστιθεμένου κοινῶς ἐπιρρήμ., χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι κατά τινα τρόπον, φέρομαι..., χαλεπῶς τινα μεταχειρίζειν Θουκ. 7. 87· ὠμῶς τινα μεταχειρίζεσθαι Δημ. 753. 13, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 29· ([[οὕτως]], ὡς ἀλυπότατα μ. [[πάθος]] Λυσ. 166. 9)· ἀπολ., [[ἐφαρμόζω]] θεραπείαν, [[θεραπεύω]], ἐπὶ ἰατρῶν, Πλάτ. Πολ. 408C. 6) πρκμ., μετακεχείρισμαι, ἔχω διαχειρισθῆ, τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται Πλάτ. Τίμ. 20Α· παιδείαν... μετακεχειρισμένοι, λαβόντες ἐκπαίδευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 670Ε. | |lstext='''μεταχειρίζω''': ἀόρ. -εχείρισα· - ἀλλὰ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. μεταχειρίζομαι· μέλλ. Ἀττ. - ιοῦμαι Λυσ. 169. 10, Πλάτ.· ἀόρ. -εχειρισάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 345, Πλάτ., κτλ., σπανίως -εχειρίσθην Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· πρκμ. -κεχείρισμαι (κατωτέρω 6) . - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471, 476. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] ἀνὰ χεῖρας, χειρίζομαι [[σκῆπτρον]] μεταχειρίζων Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 7· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἡρόδ. 2. 121, 1, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε· ἀείποτε μετ’ αἰτ. ([[διότι]] ἡ γεν. ἐν Πολ. 417Α ἀνήκει εἰς τὸ ἅπτεσθαι, καὶ τὸ ἐν Παρμεν. 130D ὦν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ προηγ.). 2) ἔχω ἐν τῇ χειρί, χειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, ὡς τὸ Γαλλ. manier, χρήματα Ἡρόδ. 3. 142· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειρίζεσθαι Πλάτ. Φαίδ. 84Α, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29. 3) [[διευθύνω]], τακτοποιῶ, διευθετῶ, ὁδηγῶ, Λατ. administrare, τὰ περὶ τὰς [[ναῦς]], τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια Θουκ. 1. 13., 4. 18., 6. 16· [[πρᾶγμα]] [[ὀξέως]] μετ. ὁ αὐτ. 6. 12· - [[οὕτως]] ὡς ἀποθ., μεταχειρίζεσθαι [[πρᾶγμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 345· ὁ [[νοῦς]] τὸ [[σῶμα]] μ., διευθύνει, κυβερνᾷ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17. 4) ἐξασκῶ, καταγίνομαι εἴς τι, εἰς ἐπιστήμην ἢ τέχνην κτλ., Λατ. tractare, exercere, μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, φιλοσοφίαν, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 268Β, Πολ. 497D, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιμελοῦμαι νὰ πράξω τι, [[σπουδάζω]], ἀσκοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 81Α. 5) μετ’ αἰτ. προσ., προστιθεμένου κοινῶς ἐπιρρήμ., χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι κατά τινα τρόπον, φέρομαι..., χαλεπῶς τινα μεταχειρίζειν Θουκ. 7. 87· ὠμῶς τινα μεταχειρίζεσθαι Δημ. 753. 13, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 29· ([[οὕτως]], ὡς ἀλυπότατα μ. [[πάθος]] Λυσ. 166. 9)· ἀπολ., [[ἐφαρμόζω]] θεραπείαν, [[θεραπεύω]], ἐπὶ ἰατρῶν, Πλάτ. Πολ. 408C. 6) πρκμ., μετακεχείρισμαι, ἔχω διαχειρισθῆ, τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται Πλάτ. Τίμ. 20Α· παιδείαν... μετακεχειρισμένοι, λαβόντες ἐκπαίδευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 670Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεταχειριῶ, <i>ao.</i> μετεχείρισα, <i>pf. inus.</i><br />avoir en main, manier, administrer : χρήματα HDT des biens ; [[χαλεπῶς]] τινα THC traiter qqn durement;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταχειρίζομαι (<i>f.</i> μεταχειριοῦμαι) prendre en main, manier : [[τι]] qch ; <i>fig.</i> diriger, administrer : πόλεμον THC diriger une guerre ; τὰ δημόσια THC diriger les affaires publiques.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χειρίζω]]. | |||
}} | }} |