Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προξυράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προξῠράω''': [[ξυρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι ([[ἔνθα]] νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― [[ὡσαύτως]] προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, [[αὐτόθι]].
|lstext='''προξῠράω''': [[ξυρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι ([[ἔνθα]] νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― [[ὡσαύτως]] προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> προεξυρημένος;<br />raser d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ξυράω]].
}}
}}