Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προξυράω

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προξῠράω Medium diacritics: προξυράω Low diacritics: προξυράω Capitals: ΠΡΟΞΥΡΑΩ
Transliteration A: proxyráō Transliteration B: proxyraō Transliteration C: proksyrao Beta Code: procura/w

English (LSJ)

shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.

German (Pape)

[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.

French (Bailly abrégé)

προξυρῶ :
part. pf. Pass. προεξυρημένος;
raser d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ξυράω.

Greek (Liddell-Scott)

προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.

Russian (Dvoretsky)

προξῠράω: предварительно стричь (προεξυρημένοι - v.l. προῃξηρημένοι - τοὺς ἐγκεφάλους Luc.).