Anonymous

νήκερως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νήκερως''': -ων, (νη-) [[ἄνευ]] κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
|lstext='''νήκερως''': -ων, (νη-) [[ἄνευ]] κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />sans cornes.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρας]].
}}
}}