Anonymous

νόσφι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόσφῐ''': πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, -φῐν, ἂν καὶ τὸ ι δυνατὸν καὶ οὕτω νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν ὡς: νόσφ’ ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 2. Ι. ὡς ἐπίρρ. τόπου, [[μακράν]], [[χωρίς]], εἰς ἀπόστασιν, Ὅμ.· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], κατὰ [[μέρος]], κρυφίως, [[λάθρα]], νόσφιν ἀκούων Ἰλ. Ρ. 408· νόσφιν ἀείρας Ω. 583· ν. ἰδών, πλαγίως ἰδών, Ὀδ. Ρ. 304· νόσφιν ἀπὸ …, [[μακράν]], «χωριστά», Ἰλ. Ε. 322., Ο. 244, Ἡσ. Θ. 57· ([[ὡσαύτως]] [[ἀπονόσφι]], ὃ ἴδε)· νόσφιν ἄτερ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 15· νόσφιν ἢ …, ὡς τὸ πλὴν ἢ ..., ἐκτός, [[πλήν]], Θεόκρ. 25. 197. ΙΙ. ὡς πρόθ., μακρὰν ἀπὸ ..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. 2) [[χωρίς]], [[ἄνευ]], ἐγκαταλελειμμένος ὑπό τινος, ἀβοήθητος, Ὅμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· οὕτω, ν. ἡγητῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 239· [[ὡσαύτως]], νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ ... πόνοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 91· νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀϊζύος (ὁ Brunck προὔτεινεν ἄτερθε) [[αὐτόθι]] 113. 2) ἐπὶ σκέψεως ἢ διαθέσεως, νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν, χωριστὰ ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν, δηλ. κατὰ τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι διάφορον ἀπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Β. 317· οὕτω, ν. Δήμητρος, Λατ. clam Cerere, [[ἄνευ]] τῆς γνώσεως καὶ συναινέσεως αὐτῆς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· νόσφιν ἐμεῖο [[αὐτόθι]] 72. 4) [[πλήν]], ἐκτός, [[νόσφι]] Ποσειδάωνος Ὀδ. Α. 20· νόσφ’ Ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 7· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 870. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ., [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ Σοφ. ἢ Εὐρ. Πρβλ. [[χωρίς]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: νόσφιν· χωρὶς [[ἄνευ]]. [[λάθρα]]. [[δίχα]]. ἐκτὸς. [[μακράν]]». (Ἡ [[κατάληξις]] ὑπομιμνήσκει τὴν τῆς γενικῆς ἢ δοτ. κατάληξιν -φι· καὶ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ νοσ ὡς = νοτ ἢ νωτ, [[ὥστε]] νόσφι θὰ ἐσήμαινε κατ’ ἀρχάς, [[ὀπίσω]], [[ὄπισθεν]] καὶ [[νοσφίζομαι]] [[στρέφω]] τὰ νῶτά μου.)
|lstext='''νόσφῐ''': πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, -φῐν, ἂν καὶ τὸ ι δυνατὸν καὶ οὕτω νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν ὡς: νόσφ’ ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 2. Ι. ὡς ἐπίρρ. τόπου, [[μακράν]], [[χωρίς]], εἰς ἀπόστασιν, Ὅμ.· [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], κατὰ [[μέρος]], κρυφίως, [[λάθρα]], νόσφιν ἀκούων Ἰλ. Ρ. 408· νόσφιν ἀείρας Ω. 583· ν. ἰδών, πλαγίως ἰδών, Ὀδ. Ρ. 304· νόσφιν ἀπὸ …, [[μακράν]], «χωριστά», Ἰλ. Ε. 322., Ο. 244, Ἡσ. Θ. 57· ([[ὡσαύτως]] [[ἀπονόσφι]], ὃ ἴδε)· νόσφιν ἄτερ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 15· νόσφιν ἢ …, ὡς τὸ πλὴν ἢ ..., ἐκτός, [[πλήν]], Θεόκρ. 25. 197. ΙΙ. ὡς πρόθ., μακρὰν ἀπὸ ..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. 2) [[χωρίς]], [[ἄνευ]], ἐγκαταλελειμμένος ὑπό τινος, ἀβοήθητος, Ὅμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· οὕτω, ν. ἡγητῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 239· [[ὡσαύτως]], νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ ... πόνοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 91· νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀϊζύος (ὁ Brunck προὔτεινεν ἄτερθε) [[αὐτόθι]] 113. 2) ἐπὶ σκέψεως ἢ διαθέσεως, νόσφιν Ἀχαιῶν βουλεύειν, χωριστὰ ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν, δηλ. κατὰ τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι διάφορον ἀπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Β. 317· οὕτω, ν. Δήμητρος, Λατ. clam Cerere, [[ἄνευ]] τῆς γνώσεως καὶ συναινέσεως αὐτῆς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4· νόσφιν ἐμεῖο [[αὐτόθι]] 72. 4) [[πλήν]], ἐκτός, [[νόσφι]] Ποσειδάωνος Ὀδ. Α. 20· νόσφ’ Ὠκεανοῖο Ἰλ. Υ. 7· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 870. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ., [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ Σοφ. ἢ Εὐρ. Πρβλ. [[χωρίς]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: νόσφιν· χωρὶς [[ἄνευ]]. [[λάθρα]]. [[δίχα]]. ἐκτὸς. [[μακράν]]». (Ἡ [[κατάληξις]] ὑπομιμνήσκει τὴν τῆς γενικῆς ἢ δοτ. κατάληξιν -φι· καὶ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ νοσ ὡς = νοτ ἢ νωτ, [[ὥστε]] νόσφι θὰ ἐσήμαινε κατ’ ἀρχάς, [[ὀπίσω]], [[ὄπισθεν]] καὶ [[νοσφίζομαι]] [[στρέφω]] τὰ νῶτά μου.)
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[νόσφιν]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>I.</b> <i>adv.</i> au loin, à l’écart, à part : [[νόσφιν]] [[ἀπό]] avec le gén. <i>ou</i> ἀπὸ [[νόσφι]], ἀπὸ [[νόσφιν]] loin de;<br /><b>II.</b> <i>prép.</i><br /><b>1</b> loin de, à l’écart de, gén.;<br /><b>2</b> à l’exception de, excepté, gén..<br />'''Étymologie:''' pour *νότιφι, *νότφι &gt; [[νόσφι]] ; cf. [[νῶτος]].
}}
}}