Anonymous

χρηστήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστήριον''': τό, [[μαντεῖον]], δηλ. 1) [[ἕδρα]] μαντείου, [[οἷον]] οἱ [[Δελφοί]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Απόλλ. 81, 214, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 6, 48, Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ. Εὐρ. Μήδ. 667, κτλ.· τὸ ἐν Δελφοῖς χρ. Ἡρόδ. 1. 13, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 15· χρέεσθαι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 47, 53, 157, κ. ἀλλ.· - [[ἐνίοτε]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ναός]], ὅτε σημαίνεται ὁ σηκὸς ἢ τὸ ἁγιώτατον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Schweidh. Ἡρόδ. 6. 19· - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 748, Εὐμεν. 194. 2) [[ἀπόκρισις]] μαντείου, [[χρησμός]], Ἡρόδ. 1. 63. 69, κ. ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 964 ([[ἔνθα]] τὸ δόμοισι [[συναπτέον]] τῷ προὐνεχθέντος), Σοφ. Ο. Κ. 604, 1331, Εὐρ. Ἴων 532, Θουκ. 1. 25., 2. 54. ΙΙ. προσφορὰ ἢ [[δῶρον]] πρὸς τὸ [[μαντεῖον]] παρὰ τῶν συμβουλευομένων αὐτό· [[καθόλου]], [[θυσία]], [[θῦμα]], χρ. θέσθαι Πινδ. Ο. 6. 119· χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, πρβλ. Ἱκ. 450· πέπτωκε Εὐρ. Ἴων 419· - καὶ με αφ., [[θῦμα]] (ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] λέγομεν «ὁ [[ἄνθρωπος]] ἔγειν [[θῦμα]] τοῦ ...») Σοφ. Αἴ. 220, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἀμμώνιον 235.
|lstext='''χρηστήριον''': τό, [[μαντεῖον]], δηλ. 1) [[ἕδρα]] μαντείου, [[οἷον]] οἱ [[Δελφοί]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Απόλλ. 81, 214, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 6, 48, Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ. Εὐρ. Μήδ. 667, κτλ.· τὸ ἐν Δελφοῖς χρ. Ἡρόδ. 1. 13, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 15· χρέεσθαι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 47, 53, 157, κ. ἀλλ.· - [[ἐνίοτε]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ναός]], ὅτε σημαίνεται ὁ σηκὸς ἢ τὸ ἁγιώτατον [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Schweidh. Ἡρόδ. 6. 19· - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 748, Εὐμεν. 194. 2) [[ἀπόκρισις]] μαντείου, [[χρησμός]], Ἡρόδ. 1. 63. 69, κ. ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 964 ([[ἔνθα]] τὸ δόμοισι [[συναπτέον]] τῷ προὐνεχθέντος), Σοφ. Ο. Κ. 604, 1331, Εὐρ. Ἴων 532, Θουκ. 1. 25., 2. 54. ΙΙ. προσφορὰ ἢ [[δῶρον]] πρὸς τὸ [[μαντεῖον]] παρὰ τῶν συμβουλευομένων αὐτό· [[καθόλου]], [[θυσία]], [[θῦμα]], χρ. θέσθαι Πινδ. Ο. 6. 119· χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, πρβλ. Ἱκ. 450· πέπτωκε Εὐρ. Ἴων 419· - καὶ με αφ., [[θῦμα]] (ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] λέγομεν «ὁ [[ἄνθρωπος]] ἔγειν [[θῦμα]] τοῦ ...») Σοφ. Αἴ. 220, [[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἀμμώνιον 235.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> oracle :<br /><b>1</b> lieu où réside un oracle;<br /><b>2</b> oracle, réponse d’un oracle;<br /><b>II.</b> victime offerte en sacrifice ; sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστήριος]].
}}
}}