Anonymous

οἴκοθι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴκοθῐ''': Ἐπικ. ἀντὶ [[οἴκοι]], ὡς ὅθι, [[πόθι]] ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον [[μέρος]], δηλ. τὸ [[τραῦμα]], Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε [[ἕστο]] περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].
|lstext='''οἴκοθῐ''': Ἐπικ. ἀντὶ [[οἴκοι]], ὡς ὅθι, [[πόθι]] ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον [[μέρος]], δηλ. τὸ [[τραῦμα]], Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε [[ἕστο]] περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[οἴκοι]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], -θι.
}}
}}