οἴκοθι
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
Ep. for οἴκοι, Adv. at home, ὥς τις… βέλος καὶ οἴ. πέσσῃ Il.8.513; εἰ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ' Ὀδυσσεύς Od.19.237; τοιαῦτα.. οἴ. κεῖται 21.398.
French (Bailly abrégé)
c. οἴκοι.
Étymologie: οἶκος, -θι.
German (Pape)
zu Hause, daheim; ὡς βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ, Il. 8.513, vgl. Od. 19.237, 21.398.
Russian (Dvoretsky)
οἴκοθῐ: эп. adv. = οἴκοι.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκοθῐ: Ἐπικ. ἀντὶ οἴκοι, ὡς ὅθι, πόθι ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... βέλος καὶ οἴκοθι πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον μέρος, δηλ. τὸ τραῦμα, Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
οἴκοθι (Α)
επίρρ. (επικ. τ.) οίκοι, κατ' οίκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. θύρα-θι, ουρανό-θι)].
Greek Monotonic
οἴκοθῐ: Επικ. αντί οἴκοι, επίρρ., στο σπίτι, κατ' οίκον, σε Όμηρ.