Anonymous

ξενοκτονέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοκτονέω''': Ἰων. ξεινοκτ-, [[φονεύω]] τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.<br /> ΙΙ. [[φονεύω]] τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.
|lstext='''ξενοκτονέω''': Ἰων. ξεινοκτ-, [[φονεύω]] τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.<br /> ΙΙ. [[φονεύω]] τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tuer des hôtes <i>ou</i> des étrangers;<br /><b>2</b> tuer son hôte.<br />'''Étymologie:''' [[ξενοκτόνος]].
}}
}}