Anonymous

οἰνόχυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνόχῠτος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, [[πῶμα]] οἰν., [[ποτὸν]] ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = [[οἰνοχόος]], Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.
|lstext='''οἰνόχῠτος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, [[πῶμα]] οἰν., [[ποτὸν]] ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = [[οἰνοχόος]], Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de vin qu’on verse.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χυτός]].
}}
}}