οἰνόχυτος
English (LSJ)
οἰνόχυτον,
A of poured wine, πῶμα οἰ. draught of wine, S.Ph.714 (lyr.).
II Act., = οἰνοχόος, Nonn. D. 13.256,33.74, al.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se compose de vin qu'on verse.
Étymologie: οἶνος, χυτός.
Russian (Dvoretsky)
οἰνόχῠτος: (о вине) налитый, нацеженный: πῶμα οἰνόχυτον Soph. кубок вина.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόχῠτος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἐγχυθέντος οἴνου, πῶμα οἰν., ποτὸν ἐξ οἴνου, Σοφ. Φιλ. 715. ΙΙ. ἐνεργ. = οἰνοχόος, Νόνν. Δ. 13. 256, κτλ.
Greek Monolingual
οἰνόχυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προέρχεται από κρασί που χύνεται («οἰνόχυτον πῶμα» — γουλιά από κρασί, Σοφ.)
2. αυτός που κερνά κρασί, οινοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χυτός (< χέω), πρβλ. ελαιόχυτος].
Greek Monotonic
οἰνόχῠτος: -ον, προερχόμενος από χυμένο κρασί, πῶμα οἰνόχυτον, οινοποσία, σε Σοφ.
Middle Liddell
οἰνό-χῠτος, ον,
of poured wine, πῶμα οἰν. a draught of wine, Soph.