3,274,917
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοφαντία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· [[συκοφαντίας]] γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ [[ἀπάτη]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | |lstext='''σῡκοφαντία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· [[συκοφαντίας]] γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ [[ἀπάτη]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> métier de sycophante, délation, calomnie;<br /><b>2</b> fraude, sophisme.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]]. | |||
}} | }} |