3,277,121
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέλυς''': -ῠος, ἢ, = [[χελώνη]], Λατ. lestudo· - ἀκολούθως, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[Ἑρμῆς]] κατεσκεύασεν ἐκ τοῦ ὀστράκου χελώνης τὴν πρώτην λύραν ἐντείνας τὰς χορδὰς ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 33, ἡ [[λέξις]] [[χέλυς]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὴν λύραν, ὡς τὸ Λατιν. testudo, [[αὐτόθι]] 25. 153, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320· καθ’ ἑπτάτονον ὀρείαν χ. Εὐρ. Ἄλκ. 449, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 683. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, Ἀρατ. 269. ΙΙ. τὸ κυρτὸν [[στῆθος]] ἢ [[στέρνον]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν ῥάχιν τῆς χελώνης, Ἱππ. 915Η, Εὐρ. Ἠλ. 837· πρβλ. [[χελώνιον]] ΙΙ. (Πρβλ. χελύνη, χελώνη, χέλυον· Σανσκρ. bar-mutas (testudo)· Σλαυ. zelŭvi, zel-vi (limax)). [Τὸ υ [[εἶναι]] πιθανῶς φύσει βραχύ, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 16, Ἀππ. Ἀλ. 5. 404, Ἄρατ. 268· μακρὸν δὲ μόνον ἐν ἄρσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 33, 153, 242]. | |lstext='''χέλυς''': -ῠος, ἢ, = [[χελώνη]], Λατ. lestudo· - ἀκολούθως, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[Ἑρμῆς]] κατεσκεύασεν ἐκ τοῦ ὀστράκου χελώνης τὴν πρώτην λύραν ἐντείνας τὰς χορδὰς ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 33, ἡ [[λέξις]] [[χέλυς]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὴν λύραν, ὡς τὸ Λατιν. testudo, [[αὐτόθι]] 25. 153, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320· καθ’ ἑπτάτονον ὀρείαν χ. Εὐρ. Ἄλκ. 449, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 683. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, Ἀρατ. 269. ΙΙ. τὸ κυρτὸν [[στῆθος]] ἢ [[στέρνον]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν ῥάχιν τῆς χελώνης, Ἱππ. 915Η, Εὐρ. Ἠλ. 837· πρβλ. [[χελώνιον]] ΙΙ. (Πρβλ. χελύνη, χελώνη, χέλυον· Σανσκρ. bar-mutas (testudo)· Σλαυ. zelŭvi, zel-vi (limax)). [Τὸ υ [[εἶναι]] πιθανῶς φύσει βραχύ, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 16, Ἀππ. Ἀλ. 5. 404, Ἄρατ. 268· μακρὸν δὲ μόνον ἐν ἄρσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 33, 153, 242]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ἡ) :<br /><b>1</b> lyre, <i>faite primit. avec une écaille de tortue</i>;<br /><b>2</b> partie bombée de la poitrine, sternum.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χελώνη]]. | |||
}} | }} |