Anonymous

ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβαλλόντως''': ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερβαλλόντως]], [[λίαν]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
|lstext='''ὑπερβαλλόντως''': ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερβαλλόντως]], [[λίαν]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}