3,277,241
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄνομαι''': β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. [[οὔνεσθε]]· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. [[ὀνοσσάμενος]] Ἰλ. Ω. 439· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. [[ὀνοστός]], [[ὀνοτός]]. Ἐπικ. ἀποθ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], [[ἐπιρρίπτω]] μομφήν, [[ἐλέγχω]], [[ὀνειδίζω]], [[χλευάζω]], περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην [[πάγχυ]] φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· [[οὐδέ]] κεν... [[μένος]] καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. [[Ζεὺς]] ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε [[διότι]] ὁ [[Ζεὺς]] κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, «[[διχῶς]] νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, [[ἤτοι]] τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, [[ἤτοι]] ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς [[ἕνεκα]], [[ἤτοι]] τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, [[ἐπιρρίπτω]] μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀνίνημι]]. (Ἐντεῦθεν [[ὀνοστός]], [[ὀνοτάζω]]· πρβλ. καὶ [[ὄνειδος]]). | |lstext='''ὄνομαι''': β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. [[οὔνεσθε]]· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. [[ὀνοσσάμενος]] Ἰλ. Ω. 439· [[ὡσαύτως]] Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. [[ὀνοστός]], [[ὀνοτός]]. Ἐπικ. ἀποθ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], [[ἐπιρρίπτω]] μομφήν, [[ἐλέγχω]], [[ὀνειδίζω]], [[χλευάζω]], περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην [[πάγχυ]] φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· [[οὐδέ]] κεν... [[μένος]] καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. [[Ζεὺς]] ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε [[διότι]] ὁ [[Ζεὺς]] κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - [[μετὰ]] γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, «[[διχῶς]] νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, [[ἤτοι]] τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, [[ἤτοι]] ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς [[ἕνεκα]], [[ἤτοι]] τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, [[ἐπιρρίπτω]] μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. [[ὀνίνημι]]. (Ἐντεῦθεν [[ὀνοστός]], [[ὀνοτάζω]]· πρβλ. καὶ [[ὄνειδος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ὀνόσομαι]], <i>ao.</i> [[ὠνοσάμην]], <i>ao.2</i> [[ὠνάμην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> injurier, outrager, acc.;<br /><b>2</b> blâmer, reprocher, gourmander ; <i>abs.</i> ἢ [[ὄνοσαι]] [[ὅτι]] ; OD te plains-tu de ce que…? ; ἦ ὀνόσασθ’ [[ὅτι]] μοι Ζεὺς ἄλγε’ ἔδωκε ; IL vous plaignez-vous, <i>càd</i> ne trouvez-vous pas suffisant que Zeus m’ait infligé des souffrances ? τινα <i>ou</i> [[τι]], blâmer qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |