3,277,179
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνομᾰτοποιέω''': ποιῶ, [[κατασκευάζω]] ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· [[σχηματίζω]] λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται). | |lstext='''ὀνομᾰτοποιέω''': ποιῶ, [[κατασκευάζω]] ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· [[σχηματίζω]] λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> former des noms;<br /><b>2</b> former un mot par imitation d’un son naturel, par onomatopée.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |