ὀνοματοποιέω
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
coin names, Arist. Cat.7a5, EN1108a18, Top.104b36, Phld.Mus.p.54 K., Ph.1.602, S.E. M.1.314, Gal.2.736.
German (Pape)
[Seite 349] Namen, Wörter machen, bilden, Arist. eth. 2, 7 Categ. 7 u. Folgende, bes. Gramm., nach einem Naturlaut ein Wort bilden, ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις S. Emp. adv. gramm. 314.
French (Bailly abrégé)
ὀνοματοποιῶ :
1 former des noms;
2 former un mot par imitation d'un son naturel, par onomatopée.
Étymologie: ὄνομα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτοποιέω:
1 создавать имена, придумывать наименования Arst.;
2 создавать названия путем звукоподражания: ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Sext. звукоподражательные слова.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοποιέω: ποιῶ, κατασκευάζω ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· σχηματίζω λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται).
Greek Monotonic
ὀνομᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.