Anonymous

οἴαξ: Difference between revisions

From LSJ
257 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴαξ''': -ακος, Ἰων. [[οἴηξ]], ηκος, ὁ, [[κυρίως]], ἡ λαβὴ τοῦ πηδαλίου, τὸ «δοιάκι» ([[Πολυδ]]. Α΄, 89), [[οἷον]] πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (πρβλ. [[πηδάλιον]]) Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· [[καθόλου]], τὸ [[πηδάλιον]], οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 717· στρέφειν οἴακα Εὐρ. Ἑλ. 1591· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., οἰάκων [[φύλαξ]] [[αὐτόθι]] 1578· οἴακες εὐπρύμνου νεὼς Ι. Τ. 1357· τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἄγειν ἢ ἔξω Πλάτ. Ἀλκ. 1. 117C. 2) μεταφ. τὸ [[πηδάλιον]] τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νομῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 3· πραπίδα οἴακα νέμων Ἀγ. 802· χαλινῶν [[ἔργον]] οἰάκων θ’ ἅμα Σοφ. Ἀποσπ. 712, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 795· τὸν οἴακα στρέφει [[δαίμων]] ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1· τύχης οἴακι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5. ΙΙ. ἐν Ἰλ, Ω. 269, οἴηκες, [[εἶναι]] πιθανῶς κρίκοι τινὲς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ ἁμάξης δι’ ὧν ἐνειρόμεναι αἱ ἡνίαι διευθύνουσιν ὡς δι’ οἴακος τοὺς ἵππους ἢ τὰς ἡμιόνους, πρβλ. ἕστωρ.
|lstext='''οἴαξ''': -ακος, Ἰων. [[οἴηξ]], ηκος, ὁ, [[κυρίως]], ἡ λαβὴ τοῦ πηδαλίου, τὸ «δοιάκι» ([[Πολυδ]]. Α΄, 89), [[οἷον]] πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (πρβλ. [[πηδάλιον]]) Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· [[καθόλου]], τὸ [[πηδάλιον]], οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 717· στρέφειν οἴακα Εὐρ. Ἑλ. 1591· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., οἰάκων [[φύλαξ]] [[αὐτόθι]] 1578· οἴακες εὐπρύμνου νεὼς Ι. Τ. 1357· τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἄγειν ἢ ἔξω Πλάτ. Ἀλκ. 1. 117C. 2) μεταφ. τὸ [[πηδάλιον]] τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νομῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 3· πραπίδα οἴακα νέμων Ἀγ. 802· χαλινῶν [[ἔργον]] οἰάκων θ’ ἅμα Σοφ. Ἀποσπ. 712, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 795· τὸν οἴακα στρέφει [[δαίμων]] ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1· τύχης οἴακι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5. ΙΙ. ἐν Ἰλ, Ω. 269, οἴηκες, [[εἶναι]] πιθανῶς κρίκοι τινὲς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ ἁμάξης δι’ ὧν ἐνειρόμεναι αἱ ἡνίαι διευθύνουσιν ὡς δι’ οἴακος τοὺς ἵππους ἢ τὰς ἡμιόνους, πρβλ. ἕστωρ.
}}
{{bailly
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]].
}}
}}