Anonymous

ὄνειρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄνειρος''': ὁ, ἢ [[ὄνειρον]], τό, ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 34., 7. 16, 2, Πινδ. Π. 4. 289, Εὐρ. Ι. Τ. 569, 1277· ὁ δὲ οὐδέτ. ἐν Ὀδ. Δ. 841, Ἡρόδ. 7. 14, 15, Αἰσχύλ. Χο. 511, 550, Σοφοκλέους Ἠλ. 1390, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 517· ἀλλαχοῦ οἱ τύπο ὀνείρου, -ῳ, -ων, -οις ἀφίνουσι τὸ γένος ἀμφίβολον· πληθ. ὄνειρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 518, Ἀνθ. Π. 9. 234 ἀλλ’ ὁ κατὰ μεταπλ. [[τύπος]] ὀνείρατα (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄνειραρ]], Ἐτυμ. Μέγ. 47. 53) ἦτο κοινότερος κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., Ὀδ. Υ. 87, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· οὕτω, γεν. ὀνειράτων Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἠλ. 481· δοτ. -ασι Αἰσχύλ. Πρ. 655. Πέρσ. 176, Σοφ., Εὐρ.· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, γεν. ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Πολιτ. 278Ε, Νόμ. 969D· δοτ. τὠνείρατι Αἰσχύλ. Χο. 531· ([[ὄναρ]]). Ὄνειρον πεμπόμενον ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 63· [[ὅθεν]] καλεῖται [[ἄγγελος]] τοῦ [[Διός]], Β. 26· [[ὄνειρον]] ὑποκρίνεσθαι, ἴδε [[ὑποκρίνω]] Β. 1. 2· - [[μετὰ]] τὸ [[ὄνειρον]] ἐξηγνίζοντο διὰ λούσεως, θέρμετε δ’ [[ὕδωρ]], ὡς ἂν [[θεῖον]] [[ὄνειρον]] ἀποκλύσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1340, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· - ὀνείρατα, οἱ καθ’ ὕπνους στοχασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Θεαίτ. 158C.<br />2) ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ὄνειρος, ὁ θεὸς τῶν ὀνείρων, Ἰλ. Β. 6 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ω. 12· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 212, [[ἔνθα]] οἱ ὄνειροι [[εἶναι]] τέκνα τῆς νυκτὸς [[ἄνευ]] πατρός. 3) παροιμ. ἐπὶ πράγματος ἀσταθοῦς καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Ὀδ. Λ. 207, πρβλ. 222· τοῦ ποτὲ με μνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ, [[τοὐλάχιστον]] κατ’ [[ὄναρ]], Τ. 581· ὧν ... σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται, ἴχνη ἀμυδρὰ καὶ σκιώδη, Πλάτ. Νόμ. 695C ὄνειρα ἀφένοιο, ὄν. πλούτου, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. [[ὕπαρ]] Ι. Περὶ τῆς διαφόρου ἐννοίας τῆς λέξεως ἐνύπνιον ἴδε ἐν λέξει.
|lstext='''ὄνειρος''': ὁ, ἢ [[ὄνειρον]], τό, ὁ ἀρσεν. [[τύπος]] [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 34., 7. 16, 2, Πινδ. Π. 4. 289, Εὐρ. Ι. Τ. 569, 1277· ὁ δὲ οὐδέτ. ἐν Ὀδ. Δ. 841, Ἡρόδ. 7. 14, 15, Αἰσχύλ. Χο. 511, 550, Σοφοκλέους Ἠλ. 1390, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 517· ἀλλαχοῦ οἱ τύπο ὀνείρου, -ῳ, -ων, -οις ἀφίνουσι τὸ γένος ἀμφίβολον· πληθ. ὄνειρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 518, Ἀνθ. Π. 9. 234 ἀλλ’ ὁ κατὰ μεταπλ. [[τύπος]] ὀνείρατα (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄνειραρ]], Ἐτυμ. Μέγ. 47. 53) ἦτο κοινότερος κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., Ὀδ. Υ. 87, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· οὕτω, γεν. ὀνειράτων Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἠλ. 481· δοτ. -ασι Αἰσχύλ. Πρ. 655. Πέρσ. 176, Σοφ., Εὐρ.· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, γεν. ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Πολιτ. 278Ε, Νόμ. 969D· δοτ. τὠνείρατι Αἰσχύλ. Χο. 531· ([[ὄναρ]]). Ὄνειρον πεμπόμενον ὑπὸ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 63· [[ὅθεν]] καλεῖται [[ἄγγελος]] τοῦ [[Διός]], Β. 26· [[ὄνειρον]] ὑποκρίνεσθαι, ἴδε [[ὑποκρίνω]] Β. 1. 2· - [[μετὰ]] τὸ [[ὄνειρον]] ἐξηγνίζοντο διὰ λούσεως, θέρμετε δ’ [[ὕδωρ]], ὡς ἂν [[θεῖον]] [[ὄνειρον]] ἀποκλύσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1340, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· - ὀνείρατα, οἱ καθ’ ὕπνους στοχασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Θεαίτ. 158C.<br />2) ὡς κύριον [[ὄνομα]] Ὄνειρος, ὁ θεὸς τῶν ὀνείρων, Ἰλ. Β. 6 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ω. 12· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 212, [[ἔνθα]] οἱ ὄνειροι [[εἶναι]] τέκνα τῆς νυκτὸς [[ἄνευ]] πατρός. 3) παροιμ. ἐπὶ πράγματος ἀσταθοῦς καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Ὀδ. Λ. 207, πρβλ. 222· τοῦ ποτὲ με μνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ, [[τοὐλάχιστον]] κατ’ [[ὄναρ]], Τ. 581· ὧν ... σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται, ἴχνη ἀμυδρὰ καὶ σκιώδη, Πλάτ. Νόμ. 695C ὄνειρα ἀφένοιο, ὄν. πλούτου, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. [[ὕπαρ]] Ι. Περὶ τῆς διαφόρου ἐννοίας τῆς λέξεως ἐνύπνιον ἴδε ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />songe, rêve ; <i>fig.</i> rêverie, vaine chimère.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄναρ]].
}}
}}