3,258,350
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς]. | |lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀσφύος (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ὀσφύν, <i>rar.</i> ὀσφύα;<br />partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.<br />'''Étymologie:''' DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus. | |||
}} | }} |