Anonymous

ὅπη: Difference between revisions

From LSJ
603 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅπη''': Ἐπικ. ὅππη, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· Δωρ. ὅπᾱ Πίνδ., κτλ.· Ἰων. ὅκη Ἡρόδ.· Αἰολ. ὅπει Συλλ. Ἐπιγρ. 1841· - Ἐπίρρ. ([[κυρίως]] δοτ. ἐξ ἀρχαίας ἀντωνυμ. *ὅπος, ἴδε πῆ· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] φέρεται ὅπῃ Εὐστ. 1714, 1, Α. Β. 625)· συσχετικὸν τῷ πῆ. Ι. ἐπὶ τόπου, δι’ ἧς ὁδοῦ, Λατιν. qua. [[ἐντεῦθεν]] [[ὅπου]], Λατ. ubi, Ἰλ. Χ. 321, Ὀδ. Ι. 457· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[ὅπου]], εἰρωτᾶν ὅκη εἴη Ἡρόδ. 5. 87· - καὶ [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅποι]], εἰς ὃν τόπον, Λατ. quo, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] περιληπτικῆς σημασίας κινήσεως εἴς τινα τόπον, μεθ’ ἣν ἐπακολουθεῖ καὶ [[στάσις]] ἐν τόπῳ, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὅκη ἰθύσειε στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 204, πρβλ. 2. 146· ἀμηχανῶ ... ὅπα τράπωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532· ἐμβαλοῦ μ’ ὅπη θέλεις ἄγων Σοφ. Φ. 481· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Οὐεργ. ἀρ. 252c, Jelf Ἑλλην. Γραμματ. § 646 σημ.· ὅππη τε ..., τῇτε, [[ἐκεῖ]] ..., [[ὅπου]] ..., Ἰλ. Μ. 48. 2) βραδύτερον [[μετὰ]] γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, εἰς οἱονδήποτε [[μέρος]] τοῦ κόσμου, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 19, 46· πρβλ. [[ὅποι]] Ι. 1. C. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, καθ’ ὃν τρόπον, [[ὅπως]], Ἰλ. Υ. 25, Ὀδ. Α. 347· συχνότερον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 586, 907, Ἀγ. 67, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 129, Λυσ. 139. 45, κτλ.· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ὅπως]], ὅπη ἔχει καὶ [[ὅπως]] Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 899Α, Β, κτλ.· ὅπη ἔτυχεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 21· - ὅπη ἂν, μεθ’ ὑποτακτ., ὡς ἕτεροι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκεῖ ἀμφοτέροις Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 18· ὅπα κα δικαιότατα ὁ αὐτ. 6. 8, πρβλ. 8. 56· - ἔσθ’ ὅπη ἢ ἔστιν ὅπη, κατά τινα τρόπον, Πλάτ. Πολ. 486Β, Πρωτ. 331D· οὐκ ἔστιν ὅπη Αἰσχίν. 83· ἐν τέλ.· - μεταγεν. ἐπὶ χρόνου, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 271. ΙΙΙ. μετ’ ἄλλων μορίων, ὅπη δὴ Ἰλ. Χ. 185, Πλάτ. κλ., ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Ο. 11. 62· ὅπη ποτὲ Πλάτ. Σοφ. 231C, Πολ. 372Ε· ὅπη δή ποτε ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 338Α· [[μετὰ]] γεν., τοὺς ὅπη ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Πλουτ. Περικλ. 17· - ὅπη οὖν, ἢ [[ὁπηοῦν]] Πλάτ. Πρωτ. 353D, Νόμ. 950Α· ὁπηγοῦν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187D· - ὅπηπερ, ὅπηπερ ἂν Σοφ. Ο. Τ. 1458, Πλάτ. Σοφιστ. 251Α, Τίμ. 45C, κτλ.· - πρβλ. ὁπωστιοῦν.
|lstext='''ὅπη''': Ἐπικ. ὅππη, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· Δωρ. ὅπᾱ Πίνδ., κτλ.· Ἰων. ὅκη Ἡρόδ.· Αἰολ. ὅπει Συλλ. Ἐπιγρ. 1841· - Ἐπίρρ. ([[κυρίως]] δοτ. ἐξ ἀρχαίας ἀντωνυμ. *ὅπος, ἴδε πῆ· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] φέρεται ὅπῃ Εὐστ. 1714, 1, Α. Β. 625)· συσχετικὸν τῷ πῆ. Ι. ἐπὶ τόπου, δι’ ἧς ὁδοῦ, Λατιν. qua. [[ἐντεῦθεν]] [[ὅπου]], Λατ. ubi, Ἰλ. Χ. 321, Ὀδ. Ι. 457· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[ὅπου]], εἰρωτᾶν ὅκη εἴη Ἡρόδ. 5. 87· - καὶ [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅποι]], εἰς ὃν τόπον, Λατ. quo, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] περιληπτικῆς σημασίας κινήσεως εἴς τινα τόπον, μεθ’ ἣν ἐπακολουθεῖ καὶ [[στάσις]] ἐν τόπῳ, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὅκη ἰθύσειε στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 204, πρβλ. 2. 146· ἀμηχανῶ ... ὅπα τράπωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532· ἐμβαλοῦ μ’ ὅπη θέλεις ἄγων Σοφ. Φ. 481· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Οὐεργ. ἀρ. 252c, Jelf Ἑλλην. Γραμματ. § 646 σημ.· ὅππη τε ..., τῇτε, [[ἐκεῖ]] ..., [[ὅπου]] ..., Ἰλ. Μ. 48. 2) βραδύτερον [[μετὰ]] γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, εἰς οἱονδήποτε [[μέρος]] τοῦ κόσμου, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 19, 46· πρβλ. [[ὅποι]] Ι. 1. C. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, καθ’ ὃν τρόπον, [[ὅπως]], Ἰλ. Υ. 25, Ὀδ. Α. 347· συχνότερον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 586, 907, Ἀγ. 67, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 129, Λυσ. 139. 45, κτλ.· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ὅπως]], ὅπη ἔχει καὶ [[ὅπως]] Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 899Α, Β, κτλ.· ὅπη ἔτυχεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 21· - ὅπη ἂν, μεθ’ ὑποτακτ., ὡς ἕτεροι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκεῖ ἀμφοτέροις Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 18· ὅπα κα δικαιότατα ὁ αὐτ. 6. 8, πρβλ. 8. 56· - ἔσθ’ ὅπη ἢ ἔστιν ὅπη, κατά τινα τρόπον, Πλάτ. Πολ. 486Β, Πρωτ. 331D· οὐκ ἔστιν ὅπη Αἰσχίν. 83· ἐν τέλ.· - μεταγεν. ἐπὶ χρόνου, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 271. ΙΙΙ. μετ’ ἄλλων μορίων, ὅπη δὴ Ἰλ. Χ. 185, Πλάτ. κλ., ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Ο. 11. 62· ὅπη ποτὲ Πλάτ. Σοφ. 231C, Πολ. 372Ε· ὅπη δή ποτε ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 338Α· [[μετὰ]] γεν., τοὺς ὅπη ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Πλουτ. Περικλ. 17· - ὅπη οὖν, ἢ [[ὁπηοῦν]] Πλάτ. Πρωτ. 353D, Νόμ. 950Α· ὁπηγοῦν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187D· - ὅπηπερ, ὅπηπερ ἂν Σοφ. Ο. Τ. 1458, Πλάτ. Σοφιστ. 251Α, Τίμ. 45C, κτλ.· - πρβλ. ὁπωστιοῦν.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ὅππη]];<br /><i>adv. relat.</i><br /><b>I.</b> <i>de lieu</i>;<br /><b>1</b> par où, dans la direction où, dans le lieu où <i>avec mouv.</i> : [[ὅπη]] γῆς ESCHL dans la région de la terre où <i>avec mouv.</i><br /><b>2</b> où <i>sans mouv.</i><br /><b>II.</b> de la manière que, comme : [[ὅπη]] [[δή]] IL, [[ὅπη]] [[οὖν]] PLAT, ὁπητιοῦν PLAT justement comme [[ὅπη]] [[ἄν]], avec le sbj. THC en qqe endroit que <i>ou</i> de qqe manière que ce soit.<br />'''Étymologie:''' ὁ-, thème du pron. relat. et [[πῆ]].
}}
}}