Anonymous

ὀρθότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθότης''': -ητος, ἡ, ὀρθία [[στάσις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 11· ἐπὶ ἀνδρός, Ἀριστ. π Ζ. Μορ. 2. 14, 3, κ. ἀλλ. 2) [[εὐθύτης]], ἀντίθετον τῷ [[κάμψις]], [[αὐτόθι]] 2. 9, 2. ΙΙ. μεταφ., [[ὀρθότης]], τῶν ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1181· λογισμῶν Πλάτ. Τιμ. 47C· μουσικῆς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 655C· ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθ., ἡ ὀρθὴ αὐτῶν [[ἔννοια]], ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 422Β κἑξ., κτλ.
|lstext='''ὀρθότης''': -ητος, ἡ, ὀρθία [[στάσις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 11· ἐπὶ ἀνδρός, Ἀριστ. π Ζ. Μορ. 2. 14, 3, κ. ἀλλ. 2) [[εὐθύτης]], ἀντίθετον τῷ [[κάμψις]], [[αὐτόθι]] 2. 9, 2. ΙΙ. μεταφ., [[ὀρθότης]], τῶν ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1181· λογισμῶν Πλάτ. Τιμ. 47C· μουσικῆς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 655C· ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθ., ἡ ὀρθὴ αὐτῶν [[ἔννοια]], ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 422Β κἑξ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ότητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> stature <i>ou</i> allure droite;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> régularité, justesse, exactitude;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> droiture, vertu.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]].
}}
}}