3,270,629
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακαθίζω''': μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - [[καθίζω]] ἐμαυτόν, [[καθίζω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ [[παρά]] τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. [[παρακαθέζομαι]]. | |lstext='''παρακαθίζω''': μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - [[καθίζω]] ἐμαυτόν, [[καθίζω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ [[παρά]] τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. [[παρακαθέζομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> παρακαθιῶ;<br />être assis à côté de, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαθίζομαι (<i>f.</i> παρακαθίσομαι, <i>att.</i> παρακαθιοῦμαι <i>ou</i> παρακαθιζήσομαι, <i>ao.</i> παρεκαθισάμην);<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’asseoir auprès de, τινι;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίζω]]. | |||
}} | }} |