παρακαθίζω
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
A pf. παρακεκαθικέναι Arr.Epict.2.6.23:—set beside or set near, Pl.R. 553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. ΙΙ, LXX Jb.2.13, D.S.23.9, Arr. l.c., Plu.Mar. 17.
2 Med. with aor. 1 παρεκαθισάμην, let another sit down beside one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.AJ19.4.5; also π. τινά make him assessor or co-arbiter, D.33.14.
II mostly Pass. and Med., fut. παρακαθιζήσομαι Pl.Ly.207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.Euthd.273b, Ar.Pl.727; part. παρακαθεζόμενος X.Cyr.5.5.7, Mem.4.2.8, Pl.Chrm.153c, Thphr. Char.3.2, Plu.Art.26; later παρακαθεσθείς Ev.Luc.10.39, J.AJ6.11.9, Gal.14.637:—seat oneself, sit down beside or sit down near another, ll. cc., Pl.Tht.144d.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνθάδε παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.
French (Bailly abrégé)
f. att. παρακαθιῶ;
être assis à côté de, τινι;
Moy. παρακαθίζομαι (f. παρακαθίσομαι, att. παρακαθιοῦμαι ou παρακαθιζήσομαι, ao. παρεκαθισάμην);
1 intr. s'asseoir auprès de, τινι;
2 tr. faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.
Étymologie: παρά, καθίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καθίζω med. ook παρακαθέζομαι met acc. en dat. neerzetten naast; doen zitten naast; ook med., met acc. naast zich doen zitten. intrans., met dat., meestal med. (gaan) zitten naast; later ook act.
Russian (Dvoretsky)
παρακαθίζω: (fut. παρακαθιζήσω - атт. παρακαθιῶ; med.: fut. παρακαθίσομαι, παρακαθιοῦμαι и παρακαθιζήσομαι, aor. παρεκαθισάμην)
1 тж. med. сажать рядом, размещать возле (τι χαμαί Plat.);
2 med. сидеть (παρὰ τοὺς πόδας τινός Plut.);
3 тж. med.-pass. садиться рядом (παρὰ τοὺς πόδας τινός NT: med. τινι Arph.): καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος Xen. усадив его и усевшись рядом.
English (Strong)
from παρά and καθίζω; to sit down near: sit.
English (Thayer)
1st aorist participle feminine παρακαθίσασα, to make to sit down beside (παρά, IV:1)); to set beside, place near; intransitive, to sit down beside: παρά τί, R G L (but L marginal reading πρός) (the Sept. Plutarch, Marius 17; Cleomedes (100 A.D.>?) 37; in this sense the middle is more common in the Greek writings).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρακάθημαι
μσν.
στήνω ενέδρα, παραμονεύω
αρχ.
1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)
3. (μέσ. και παθ.) α) κάθομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», Αριστοφ.)
β) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε κάποιον
γ) καθιστώ κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῖκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
Greek Monotonic
παρακαθίζω: μέλ. -καθιζήσω, Αττ. -καθιῶ·
I. 1. τοποθετώ δίπλα ή κοντά, σε Πλάτ.
2. Μέσ. αορ. αʹ παρεκαθισάμην τινά, βάζω κάποιον να κάνει απολογισμό μιας κατάστασης ή να την εκτιμήσει, σε Δημ.
II. Παθ. και Μέσ. μέλ. -καθιζήσομαι, παρατ. -καθιζόμην, αόρ. αʹ παρεκαθισάμην· τοποθετούμαι ή κάθομαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίζω: μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - καθίζω ἐμαυτόν, καθίζω ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ παρά τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. παρακαθέζομαι.
Middle Liddell
fut. -καθιζήσω Attic -καθιῶ
I. to set beside or near, Plat.
2. aor1 mid., παρεκαθισάμην π. τινά to make him assessor or coarbiter, Dem.
II. Pass. and Mid.: fut. -καθιζήσομαι: imperf. -καθιζόμην: aor1 παρεκαθισάμην:— to seat oneself or sit down beside another, c. dat., Ar., Xen.
Chinese
原文音譯:parakaq⋯zw 爬拉-卡特-衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-向下-安頓妥
字義溯源:靠近坐,坐,坐⋯旁;由(παρά)*=旁,出於)與(καθίζω)=坐下)組成;其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成, (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 坐⋯旁(1) 路10:39