Anonymous

παραθέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθέω''': -θεύσομαι, [[τρέχω]] πλησίον, ἐκ παραλλήλου, Πλάτ. Λάχ. 183Ε, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 21, κτλ.· τινι Πλουτ. Λούκουλλ. 21· [[τρέχω]] [[παρά]] τι, τὴν ὄχθην Αἰλ. π. Ζ. 6. 53. ΙΙ. [[τρέχω]] πλαγίως ἢ ἔξω, παραθέομεν τὸ ὀρθόν, τρέχομεν ἔξω τοῦ ὀρθοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 171C. ΙΙΙ. [[τρέχω]] [[πέραν]] τινός, [[ὑπερβαίνω]] τρέχων, τινα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 12· [[παρατρέχω]], ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 16 καὶ 19. IV. ὡς τὸ Λατ. percurro, ἐν παρόδῳ [[πραγματεύομαι]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57.
|lstext='''παραθέω''': -θεύσομαι, [[τρέχω]] πλησίον, ἐκ παραλλήλου, Πλάτ. Λάχ. 183Ε, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 21, κτλ.· τινι Πλουτ. Λούκουλλ. 21· [[τρέχω]] [[παρά]] τι, τὴν ὄχθην Αἰλ. π. Ζ. 6. 53. ΙΙ. [[τρέχω]] πλαγίως ἢ ἔξω, παραθέομεν τὸ ὀρθόν, τρέχομεν ἔξω τοῦ ὀρθοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 171C. ΙΙΙ. [[τρέχω]] [[πέραν]] τινός, [[ὑπερβαίνω]] τρέχων, τινα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 12· [[παρατρέχω]], ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 16 καὶ 19. IV. ὡς τὸ Λατ. percurro, ἐν παρόδῳ [[πραγματεύομαι]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραθεύσομαι;<br /><b>1</b> courir auprès : τινι auprès de qqn;<br /><b>2</b> courir le long de, acc.;<br /><b>3</b> dépasser en courant, acc.;<br /><b>4</b> toucher en courant, effleurer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θέω]].
}}
}}