Anonymous

παρακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] πρὸς τὸ πλάγιον, ἦκα παρακλίνας κεφαλὴν Ὀδ. Υ. 301· π. τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας Ἀριστοφ. Εἰρ. 157· π. τὴν θύραν, τὴν πύλην, ἀνοίγω ὀλίγον, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω, π. τῆς αὐλείας, ἀνοίγω ὀλίγον τὴ θύραν τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 981. 2) μεταφορ., ἄλλ’ παρακλίνουσι δίκας, παρεκτρέπουσι τὴν δικαιοσύνην ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 260· π. τὸν νόμον Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 40· ἐπὶ λέξεων, σμικρόν τι π., [[μεταβάλλω]] ὀλίγον τι (πρβλ. Ὁρατ. parce detorta), Πλάτ. Κρατ. 400Β, 410Α. 3) [[κλίνω]], βάλλω νὰ κοιμηθῇ τις πλησίον τινός, [[μάλιστα]] κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], ἀνακλίνομαι, Λατιν. accumbere, τινι Θεόκρ. 2. 44, Ἀνθ. Π. 5. 294· [[κεῖμαι]] παραπλεύρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 5· ἐπὶ παρακειμένων χωρῶν, Πελοπηὶς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ Καλλ. εἰς Δῆλ. 72. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέψομαι πρὸς τὸ πλάγιον, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν Ἰλ. Ψ. 424 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ ἐξυπακουσθῇ τὸ ἵππους)· παρακλίνασα, ἐκκλίνασα ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 745. ΙΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀποφεύγω]], τὴν ἁφὴν τὴν [[ἀλλήλων]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 15. [ῑ, ἀλλὰ ῐ κατὰ πρκμ. καὶ παθητ. ἀόρ. παρακέκλῐμαι, παρεκλίθην].
|lstext='''παρακλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] πρὸς τὸ πλάγιον, ἦκα παρακλίνας κεφαλὴν Ὀδ. Υ. 301· π. τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας Ἀριστοφ. Εἰρ. 157· π. τὴν θύραν, τὴν πύλην, ἀνοίγω ὀλίγον, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω, π. τῆς αὐλείας, ἀνοίγω ὀλίγον τὴ θύραν τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 981. 2) μεταφορ., ἄλλ’ παρακλίνουσι δίκας, παρεκτρέπουσι τὴν δικαιοσύνην ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 260· π. τὸν νόμον Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 40· ἐπὶ λέξεων, σμικρόν τι π., [[μεταβάλλω]] ὀλίγον τι (πρβλ. Ὁρατ. parce detorta), Πλάτ. Κρατ. 400Β, 410Α. 3) [[κλίνω]], βάλλω νὰ κοιμηθῇ τις πλησίον τινός, [[μάλιστα]] κατὰ τὸ [[δεῖπνον]], ἀνακλίνομαι, Λατιν. accumbere, τινι Θεόκρ. 2. 44, Ἀνθ. Π. 5. 294· [[κεῖμαι]] παραπλεύρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 5· ἐπὶ παρακειμένων χωρῶν, Πελοπηὶς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ Καλλ. εἰς Δῆλ. 72. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέψομαι πρὸς τὸ πλάγιον, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν Ἰλ. Ψ. 424 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] δυνατὸν νὰ ἐξυπακουσθῇ τὸ ἵππους)· παρακλίνασα, ἐκκλίνασα ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 745. ΙΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ [[μέρος]] ἀπό τινος, [[ἀποφεύγω]], τὴν ἁφὴν τὴν [[ἀλλήλων]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 15. [ῑ, ἀλλὰ ῐ κατὰ πρκμ. καὶ παθητ. ἀόρ. παρακέκλῐμαι, παρεκλίθην].
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire coucher (sur un lit de table) à côté de ; <i>Pass.</i> être couché (sur un lit) à côté de, τινι;<br /><b>2</b> incliner de côté (la tête, le corps, …) acc.;<br /><b>3</b> faire dévier, détourner du droit chemin;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’incliner de côté, se tourner pour éviter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κλίνω]].
}}
}}