παρακλίνω

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλίνω Medium diacritics: παρακλίνω Low diacritics: παρακλίνω Capitals: ΠΑΡΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: paraklínō Transliteration B: paraklinō Transliteration C: paraklino Beta Code: parakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A bend, turn aside, ἦκα παρακλίνας κεφαλήν Od.20.301; π. τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας Ar.Pax157; π. τὴν πύλην set it ajar, Hdt.3.156; π. τῆς αὐλείας open a bit of the hall-door, Ar.Pax981.
2 metaph., ἄλλῃ παρκλίνωσι δίκας turn justice from her path, Hes.Op.262; π. τὸν νόμον Arist.Rh.Al.1444b16; of words, σμικρόν τι π. alter slightly, Pl.Cra. 410a, cf. 400c.
3 lay beside, τὰς λαγόνας γυναιξί dub. in LXX Si. 47.19 (v. παρανακλίνω), cf. Ruf.Ren.Ves.1.13:—Med. and Pass., lie alongside, Hp.Art.54; lie down beside, τινι Theoc.2.44, AP5.293 (Agath.); lie side by side, Arist.HA540a1; of adjacent lands, Πελοπηῒς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ Call.Del.72.
4 Med., turn aside, Ant.Lib.17.6.
II intr., turn aside, Il.23.424 (where however ἵππους may be supplied); παρακλίνασα having swerved from her first seeming, A.Ag.744 (lyr.).
III turn aside from, avoid, τὴν ἁφὴν τὴν ἀλλήλων Arist.GA745a26.

German (Pape)

[Seite 483] (s. κλίνω), 1) seitwärts neigen oder biegen, κεφαλήν, Od. 20, 301, wie κρᾶτα παρακλί. νας, Ap. Rh. 2, 93; Theocr. 25, 161; vgl. ποῖ παρακλίνεις τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας, Ar. Pax 157, auch παρακέκλιται ἡ διάνοια, ist darauf hingerichtet, Arist. eth. 10, 4, 9; – auf die Seite lehnen, abbiegen, bes. θύραν, πύλην, den Thürflügel abbiegen, d. i. die Thür öffnen, Her. 3, 156; vgl. Ar. Pax 979; übertr., ἄλλῃ παρακλίνουσι δίκας, anderswohin drehen sie das Recht ab, d. i. sie verdrehen es, Hes. O. 264; παρακλίνουσ' ἐπέκρανεν δὲ γάμου πικρὰς τελευτάς, Aesch. Ag. 744. – Auch absol. intrans., ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν, Il. 23, 424, ausbiegend. – 2) dabei hinlegen lassen, zum Schlafen, Ath. X, 435; ὄνειρός μοι αὐτήν, Ep. ad. 56 (V, 2); u. pass. dabei liegen, Arist. H. A. 5, 2; εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται, Theocr. 2, 44.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire coucher (sur un lit de table) à côté de ; Pass. être couché (sur un lit) à côté de, τινι;
2 incliner de côté (la tête, le corps, …) acc.;
3 faire dévier, détourner du droit chemin;
II. intr. s'incliner de côté, se tourner pour éviter.
Étymologie: παρά, κλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κλίνω met acc. opzij buigen:; παρακλίνας κεφαλήν door zijn hoofd opzij te buigen Od. 20.301; ook ellipt:; παρακλίνασαι τῆς αὐλείας na de deur van de hof op een kier te hebben gezet Aristoph. Pax 981; overdr. verdraaien:; π. δίκας het recht verdraaien Hes. Op. 262; veranderen. σμικρόν τι παρακλίνοντες (het woord) een klein beetje veranderend Plat. Crat. 400b. met dat., med.-pass. perf. liggen naast:. εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται hetzij een vrouw bij hem ligt Theocr. Id. 2.44. intrans. afbuigen:; ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν hij boog een beetje af en bleef in de achtervolging Il. 23.424; overdr. afwijken:. παρακλίνασ’ ἐπέκρανεν δὲ … πικρὰς τελευτὰς maar zij week af van dit pad en bracht een bitter einde Aeschl. Ag. 744.

Russian (Dvoretsky)

παρακλίνω: поэт. παρκλίνω
1 наклонять в сторону, отклонять (κεφαλήν Hom.);
2 поворачивать (τοὺς μυκτῆρας πρός τι Arph.);
3 направлять (sc. τὴν διάνοιαν Arst.);
4 притворять, приоткрывать (θύραν, πύλην Her.): π. τῆς αὐλείας Arph. чуть приоткрыть ворота;
5 отклонять от прямого пути, извращать (δίκας Hes.; νόμον Arst.);
6 изменять (σμικρόν τι Plat.);
7 отклоняться, уклоняться (ὀλίγον Hom.): τὴν ἁφὴν ἀλλήλων π. Arst. не соприкасаться друг с другом;
8 склонять на ложе, укладывать спать (τινά Anth.);
9 med.-pass. лежать рядом или вместе Arst., Theocr.

English (Autenrieth)

aor. part. παρακλίνᾶς: incline to one side, turn aside, Il. 23.424, Od. 20.301.

Greek Monolingual

Α
1. λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα πλάγια, πλαγιάζω («ἦκα παρακλίνας κεφαλήν», Ομ. Οδ.)
2. (αμτβ.) στρέφομαι προς τα πλάγια
3. ανοίγω θύρα, πύλη κατά το ήμισυ, μισοανοίγω
4. (σχετικά με λέξη) μεταβάλλω σε μικρό βαθμό, αλλάζω λίγο
5. αποφεύγω κάτι
6. βάζω κάποιον να κοιμηθεί κοντά σε άλλον
7. απομακρύνομαι από κάποιο τόπο
8. μτφ. διαστρέφωπαρακλίνω τὸν νόμον», Αριστοτ.)
9. (μέσ. και παθ.) παρακλίνομαι
α) κατακλίνομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως σε δείπνο
β) κείμαι, βρίσκομαι παραπλεύρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλίνω «γέρνω, πλαγιάζω»].

Greek Monotonic

παρακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ — Παθ., παρακ. κέκλῐμαι, αόρ. βʹ ἐκλίθην [ῑ]·
I. 1. κλίνω ή γυρίζω πλάγια, παρακλίνας κεφαλήν, σε Ομήρ. Οδ.· παρακλίνω τὴν θύραν, τὴν πύλην, την ανοίγω λίγο, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., ἄλλῃ παρακλίνουσι δίκας, παροδηγούν τη δικαιοσύνη από τον δρόμο της, σε Ησίοδ.
3. βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον άλλο — Παθ., κάθομαι δίπλα, παρακάθομαι, λέγεται στα γεύματα, Λατ. accumbere, τινί, σε Θεόκρ.
II. αμτβ., στρέφομαι πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακλίνασα, αυτή που έχει παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλίνω: [ῑ], κλίνω πρὸς τὸ πλάγιον, ἦκα παρακλίνας κεφαλὴν Ὀδ. Υ. 301· π. τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας Ἀριστοφ. Εἰρ. 157· π. τὴν θύραν, τὴν πύλην, ἀνοίγω ὀλίγον, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω, π. τῆς αὐλείας, ἀνοίγω ὀλίγον τὴ θύραν τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 981. 2) μεταφορ., ἄλλ’ παρακλίνουσι δίκας, παρεκτρέπουσι τὴν δικαιοσύνην ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 260· π. τὸν νόμον Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 40· ἐπὶ λέξεων, σμικρόν τι π., μεταβάλλω ὀλίγον τι (πρβλ. Ὁρατ. parce detorta), Πλάτ. Κρατ. 400Β, 410Α. 3) κλίνω, βάλλω νὰ κοιμηθῇ τις πλησίον τινός, μάλιστα κατὰ τὸ δεῖπνον, ἀνακλίνομαι, Λατιν. accumbere, τινι Θεόκρ. 2. 44, Ἀνθ. Π. 5. 294· κεῖμαι παραπλεύρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 5· ἐπὶ παρακειμένων χωρῶν, Πελοπηὶς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ Καλλ. εἰς Δῆλ. 72. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέψομαι πρὸς τὸ πλάγιον, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν Ἰλ. Ψ. 424 (ἔνθα ὅμως δυνατὸν νὰ ἐξυπακουσθῇ τὸ ἵππους)· παρακλίνασα, ἐκκλίνασα ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 745. ΙΙΙ. κλίνω κατὰ μέρος ἀπό τινος, ἀποφεύγω, τὴν ἁφὴν τὴν ἀλλήλων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 15. [ῑ, ἀλλὰ ῐ κατὰ πρκμ. καὶ παθητ. ἀόρ. παρακέκλῐμαι, παρεκλίθην].

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ Pass., perf. -κέκλῐμαι aor1 -εκλίθην
I. to bend or turn aside, παρακλίνας κεφαλήν Od.; π. τὴν θύραν, τὴν πύλην to set it ajar, Hdt.
2. metaph., ἄλλῃ παρκλίνουσι δίκας they turn justice from her path, Hes.
3. to lay beside another:—Pass. to lie down beside, at meals, Lat. accumbere, τινι Theocr.
II. intr. to turn aside, Il.; παρακλίνασα having swerved from the course, Aesch.