3,277,119
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραιρέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. παρεῖλον. Ἀφαιρῶ ἀπὸ πλησίον τινός, ἀπομακρύνω, [[ἀποσύρω]], τι Εὐρ. Ἑκάβ. 591, Ἱππ. 1104· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἀφαιρῶ [[μέρος]].., φρονήματος ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 908· [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.· τῆς λύπης Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 τοῦ φρουρίου Θουκ. 3. 89. -Παθ., Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. 2) παρεῖλες (ἀρὰν) ἐς τὸν παῖδα τὸν σόν, παρελὼν ἀνάλωσας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ υἱοῦ σου, Εὐρ. Ἱππ. 1316. ΙΙ. Μέσ., ἀποσπῶ τι [[παρά]] τινος καὶ προσελκύω αὐτὸ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, βουλόμενος τοὺς συνουσιαστὰς [[αὐτοῦ]] παρελέσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1· πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Δημ. 289. 6, πρβλ. 1482. 4· π. γυναῖκα Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. 2) ἀφαιρῶ, τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 20· εἷς [[μόνος]] δ’ [[ἱππεύς]] τις αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι»1. 10, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2, 8· (καὶ ἐν τῷ παθ., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, ἀφηρημένοι, ἀφαιρεθέντες, Δημ. 366, ἐν τέλ.) παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζειν αὐτήν, ὁ αὐτ. 406. 3· π. τούς ἐκ δούλου, ἀποστερῶ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, τοῦ δικαιώματος ψήφου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 8, πρβλ. 3. 14, 13· παρῃρῆσθαι τὰ [[ἐφόδια]], ἐν αὐστηρῶς μέσῃ σημασίᾳ, ὅτι ἐστέρησαν ἑαυτοὺς τῶν ἐφοδίων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7. 3) [[καθόλου]] ἀφαιρῶ ἀπό τινος, [[κλέπτω]] τί τινος Πολύβ. 1. 18, 9, κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 35. | |lstext='''παραιρέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. παρεῖλον. Ἀφαιρῶ ἀπὸ πλησίον τινός, ἀπομακρύνω, [[ἀποσύρω]], τι Εὐρ. Ἑκάβ. 591, Ἱππ. 1104· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., ἀφαιρῶ [[μέρος]].., φρονήματος ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 908· [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl.· τῆς λύπης Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 τοῦ φρουρίου Θουκ. 3. 89. -Παθ., Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. 2) παρεῖλες (ἀρὰν) ἐς τὸν παῖδα τὸν σόν, παρελὼν ἀνάλωσας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ υἱοῦ σου, Εὐρ. Ἱππ. 1316. ΙΙ. Μέσ., ἀποσπῶ τι [[παρά]] τινος καὶ προσελκύω αὐτὸ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, βουλόμενος τοὺς συνουσιαστὰς [[αὐτοῦ]] παρελέσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1· πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Δημ. 289. 6, πρβλ. 1482. 4· π. γυναῖκα Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. 2) ἀφαιρῶ, τὰ ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 20· εἷς [[μόνος]] δ’ [[ἱππεύς]] τις αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι»1. 10, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2, 8· (καὶ ἐν τῷ παθ., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, ἀφηρημένοι, ἀφαιρεθέντες, Δημ. 366, ἐν τέλ.) παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζειν αὐτήν, ὁ αὐτ. 406. 3· π. τούς ἐκ δούλου, ἀποστερῶ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, τοῦ δικαιώματος ψήφου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 8, πρβλ. 3. 14, 13· παρῃρῆσθαι τὰ [[ἐφόδια]], ἐν αὐστηρῶς μέσῃ σημασίᾳ, ὅτι ἐστέρησαν ἑαυτοὺς τῶν ἐφοδίων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7. 3) [[καθόλου]] ἀφαιρῶ ἀπό τινος, [[κλέπτω]] τί τινος Πολύβ. 1. 18, 9, κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> παραιρήσω, <i>ao.2</i> παρεῖλον, <i>pf.</i> παρῄρηκα;<br />ôter d’auprès de <i>ou</i> de, enlever de, avec l’acc. ; avec un gén. ôter une part de : [[τοῦ]] φρουρίου THC renverser une partie d’un fort ; <i>fig.</i> ἀρὰν ἔς τινα EUR faire retomber une malédiction sur la tête de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραιρέομαι-οῦμαι détourner à son profit, s’emparer de, acc. ; τινα μητρός EUR séparer qqn de sa mère ; τινός [[τι]] enlever qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἱρέω]]. | |||
}} | }} |